ΠΕΡΙ ΘΛΙΨΕΩΝ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ
«Δίχως θλίψεις δεν μπορεί ο Χριστιανός
να εισέλθει εις την βασιλείαν των Ουρανών»
Βιβλίο «Απάνθισμα», σελ. 30-31
5 Μαρτίου 1973.
Μία Κυριακή βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, που είναι η ενορία μου, στο χωριό μου τα Πάμφιλα. Κατά την διάρκεια του εκκλησιασμού, δεν ξέρω πώς, σε μία στιγμή αναρωτήθηκα: «Άραγε θα αξιωθώ και εγώ να δω τον άγγελο, την ώρα που η ψυχή μου θα φεύγει για τους Ουρανούς;». Τότε αμέσως είδα σε όραμα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, να κάθεται σε έναν ολόχρυσο θρόνο και είδα, σαν να με καλούσε κοντά Του. Μπροστά μου όμως υπήρχαν πολλά κλαδιά μικρά και μεγάλα ξηρά, τα οποία έπρεπε να τα περάσω για να πλησιάσω τον Κύριον. Αυτό με απασχολούσε και μες στον νου μου, είπα: «Πώς θα τα περάσω, Θεέ μου, τόσα κλαδιά;». Όμως ένοιωθα πως αυτά τα κλαδιά είναι οι καθημερινές και ατελείωτες ταλαιπωρίες της ψυχής μου. Τότε η Αγία φωνή μού υπαγόρευσε και κατέγραψα τα ακόλουθα:
«Τέκνον, δίχως θλίψεις δεν ημπορείς να προσεγγίσεις τον Ουράνιον Πατέρα στην Βασιλείαν των Ουρανών. Οι θλίψεις είναι για να γίνεσαι ανώτερος άνθρωπος, για την σωτηρία της ψυχής. Να γίνεσαι ανώτερος άνθρωπος όχι από φαντασίαν, αλλά από προσοχή. Πρέπει να δώσεις ανώτερη προσοχή στον εαυτόν σου, δηλαδή να ελέγχεις περισσότερον την ζωήν σου. Έλεγχος χρειάζεται. Όταν ελέγχεις πολύ προσεκτικά την ζωήν σου, τότε θα σπάζει και θα εξαφανίζεται ένα-ένα κλαδί και η οδός θα ελευθερωθεί για να πλησιάσεις τον Κύριον. Οι θλίψεις θα φέρουν και την χαράν. Οι θλίψεις θα φέρουν τον καθαρόν και ανεξάντλητον δρόμον.
Το κάθε τι που παρουσιάζεται στη ζωή σου, να αφήνεις να φεύγει αθόρυβα. Το κάθε τι είναι τα εμπόδια τα ατελείωτα, που κουράζουν τον άνθρωπον και τον κάνουν ατελή. Περίπλοκα εμπόδια υπάρχουν στη ζωή των ανθρώπων, που πολλές φορές είναι αδιόρθωτα και αξεπέραστα.
Τέκνον μου, να προσέχεις στην ζωήν σου με υπομονήν και σταθερήν θέλησιν να καθαρίζει η οδός, για να βρεις ορθόν τέλος. Ο άνθρωπος για να καλλιτερεύσει την πνευματικήν του ζωήν, δεν πρέπει να επανέρχεται στα σφάλματά του.
Ο Χριστός ήρθε στη γη να συγχωρήσει και να σώσει τον άνθρωπον. Ο Χριστός είναι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος Τον διώχνει όταν κάνει την κακήν πράξιν. Όταν ο άνθρωπος σκέπτεται το κακόν, διώχνει τον Χριστόν και τότε ο πονηρός παραπλανά τον άνθρωπον.
Ο Χριστός δίνει χαρά στον άνθρωπον που Τον αισθάνεται. Του πονηρού η χαρά είναι εφήμερη.»
Το πένθος έχει Χριστιανικήν σημασίαν
Βιβλίο «Απάνθισμα», σελ. 43-44
Έχω πένθος και θλίψη από τον θάνατο του Παναγιώτη και σήμερα, 29 Ιουνίου 1982, είχα αυτά τα συναισθήματα. Κάποια στιγμή ο Άγιος Ραφαήλ υπαγόρευσε και εγράφησαν τα ακόλουθα:
«Ο κάθε Χριστιανός, τέκνον, πρέπει να εισέρχεται και στις θλίψεις της ζωής. Η λύπη και η χαρά είναι μες στη ζωή του ανθρώπου. Το να πενθεί κάθε άτομο ή κάθε οικογένεια είναι μία Χριστιανική υπενθύμησις, που περιτοιχίζει την σκέψιν του και αισθάνεται την μυστηριώδη ζωήν που ζει στην ζωήν της γης. Οι θλίψεις φέρνουν αναμνήσεις του πατέρα, της μητέρας, των παιδιών ή φιλικών και συγγενικών προσώπων που έχουν φύγει από την ζωήν της γης.
Η περίοδος του πένθους μάς αξιώνει να αισθανόμεθα, το τι πρέπει να κάνουμε στην ζωή μας στην γη και το τι πρέπει να φροντίζουμε διά την αιώνιον ανάπαυσιν της ψυχής, διά να βρίσκεται εις τους κόλπους του Παραδείσου. Ο χρόνος του πένθους δίνει θέλγητρον στον καθένα μας, στον καθένα σας, που μεριμνά στην ματαιότητα της προσκαίρου ζωής.
Κατά την περίοδον του πένθους, πρέπει να εμβαθύνετε στην ουσιώδη ζωή της αθανάτου ψυχής.
Η ψυχή είναι αθάνατη, μένει αιώνια. Δι΄ αυτό στην Λειτουργίαν, ο ιερεύς προσεύχεται και δίνει χαράν, δίνει ανάπαυσιν εις την ψυχήν. Αυτό είναι του Θεού δώρον και κανείς δεν πρέπει να σκανδαλίζεται. Πολλοί λέγουν ότι δεν χρειάζεται τίποτε διά την ψυχήν. Όχι, αυτό είναι μεγάλο λάθος. Ο έχων ζωήν εις την γην, πρέπει να φροντίζει διά τις ψυχές των κεκοιμημένων, με το να βοηθεί τους πάσχοντας διά της ελεημοσύνης.
“Ανάπαυσον τας ψυχάς των δούλων σου…”, λέγει ο ιερεύς. “Ο Θεός να συγχωρήσει τα πεθαμένα σου”, λέγει ο λαμβάνων την ελεημοσύνην, που και αυτό είναι μία παράκλησις προς τον Κύριον διά την ψυχήν.
Το πένθος έχει Χριστιανικήν σημασίαν, είναι δώρον του Θεού στον άνθρωπον και μία υπενθύμισις σ΄ αυτόν ότι ήλθαμε και θα φύγουμε. Αυτό είναι το φανερόν σημείον της Χάριτος του Θεού.
Υποταγή στο θέλημα του Θεού
Βιβλίο «Απάνθισμα», σελ. 49
«Ο άνθρωπος, που είναι μακράν του Θεού, θα έχει πάντα θλιμμένη την καρδιάν του. Κάποτε περπατούσε ένας άνθρωπος εδώ και εκεί πολύ σκεφτικός. Δεν ήξερε πού να βρει παρηγοριά.
Μια μέρα αντάμωσε έναν άγνωστον, που τον χαιρέτησε χριστιανικά λέγοντάς του: “Καλημέρα, με του Θεού την δύναμη. Πού πηγαίνεις αδελφέ μου;”.“Άστα καημένε”, του απάντησε, “ούτε και εγώ ξέρω. Έχω χάσει την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και είμαι μόνος και έρημος. Από την απελπισία μου πήρα τους δρόμους, χωρίς να ξέρω, πού πάω. Γυρίζω σαν το έρημο πουλί.” Και διηγήθηκε όλα τα βάσανά του. Ο άλλος τον άκουγε με προσοχήν. Από τα λεγόμενά του κατάλαβε, πως αγανακτούσε κατά του Θεού. Τον λυπήθηκε από τα βάθη της καρδιάς του και του είπε: “Σε ακούω τόσην ώρα, αδελφέ μου, με μεγάλη προσοχήν και λυπήθηκα πολύ, αλλά δεν άκουσα να πεις: “Δόξα τω Θεώ, αυτό ήταν θέλημα Θεού, ας Τον δοξάζουμε διότι ό,τι έχουμε σ΄ αυτόν τον κόσμο, δεν είναι τίποτα δικό μας.” Πήγαινε, άνθρωπέ μου, σπίτι σου και προσευχήσου στον Θεόν. Πες στην προσευχήν σου, με δάκρυα στα μάτια: “Συγχώρεσέ με Θεέ μου, ήμαρτον, συγχώρεσέ με Θεέ μου, ήμαρτον, συγχώρεσέ με, ό,τι και να είπα μέσα στην μεγάλη δυστυχία μου”.
Αυτά τα παρηγορητικά λόγια είπε, τέκνον μου, αυτός ο Χριστιανός στον άνθρωπον που είχε θλίψιν στην καρδιά του και βρισκόταν μακράν του Θεού.
Γι΄ αυτό πρέπει πάντα, να δοξάζουμε τον Θεόν, διότι όλα είναι στο θέλημά Του. Να Τον ευχαριστούμε και να Τον παρακαλούμε, να μας χαρίζει την ευσπλαχνίαν Του και να μας δίνει υπομονήν στις θλίψεις της ζωής.»
«Μείνετε εν ειρήνη»
Βιβλίο «Απάνθισμα», σελ. 103-104
Ο Παύλος και συκοφαντήθηκε και φυλακίσθηκε και εξορίσθηκε και μύρια όσα δεινά υπέφερε. Αλλά η Χάρις και η Αγάπη του Χριστού δεν έπαυσε ποτέ να τον συνοδεύει. Όταν έχεις την αίσθησιν της παρουσίας των Αγίων, όλων των Αγίων, τότε βασιλεύει στην ψυχήν σου, στην καρδιάν σου και σε όλον τον οργανισμόν σου η γαλήνη, η χαρά και η αγάπη. Αισθάνεσαι την Ουράνιον δύναμιν να σε συνοδεύει και περπατάς άφοβα, χωρίς κίνδυνον από τις ύπουλες διαθέσεις του πονηρού. Διότι το πονηρόν πνεύμα έχει την εξουσίαν, να καταπληγώνει τα Ουράνια δώρα που ευλόγησε, ευλογεί και θα ευλογεί ο Θεός με την Ουράνιον αγάπην Του. Τέκνα, μείνετε εν ειρήνη και να σκέπτεσθε πάντα το ορθόν και το αλάνθαστον. Διότι, όταν σκέπτεσαι το ορθόν και προσέχεις τα βήματά σου, βρίσκει η ψυχή αυτό που λαχταρά. Όλα πρέπει να τα αισθάνεσαι ο άνθρωπος, σαν ζωντανή ύπαρξη που είναι. Όταν εκκλησιάζεσθε στην Εκκλησία θα βρίσκετε την αίσθηση της αληθινής χαράς. Πολλές φορές ο άνθρωπος αισθάνεται κάτι το παράλογο. Αυτό συμβαίνει, διότι το ακάθαρτο πνεύμα θέλει και προσπαθεί να επιβληθεί στην πορείαν της ζωής σας. Γι΄ αυτό πάντα να λέτε: “Κύριε ελέησον – Κύριε ελέησον – Κύριε ελέησον, φύλαξόν μας από το πονηρόν πνεύμα και καθάρισον τα βήματά μας.”»
Μακάριοι οι θλιβόμενοι και μη οργιζόμενοι
εις τας δοκιμασίας
Βιβλίο «Διδαχαί», σελ. 108-109
Μίαν φοράν ήτο κάποιος άνθρωπος πολύ ευσεβής και ενάρετος.
Αλλά, όταν του συνέβη κάτι, δηλαδή μια δοκιμασία εις την ζωήν του από τον Θεόν, άφησε αχαλίνωτη την σκέψιν του και προχωρούσε προς ζημίαν της αθανάτου ψυχής.
Η δοκιμασία ήταν αυτή: Είχε δυο παιδιά, τα οποία δεν υπάκουαν εις τους λόγους του. Ό,τι και να τα συμβούλευε είχαν εκείνα τας ιδικάς των σκέψεις και απομακρύνοντο από τον Θεόν και την συμβουλήν του πατρός των. Αλλά ο πατέρας δεν εμελέτησε τον νόμον του Θεού, δεν επειθάρχησε την σκέψιν του, ώστε να μην πλανηθή εις την ολιγοπιστίαν και αντί να μείνη ακοίμητος φρουρός εις την προσευχήν διά τα παιδιά του και να δοξάζη τον Πατέρα μας τον εν τοίς Ουρανοίς, παρεπονείτο εις τον Θεόν και έλεγε:
«Εγώ, Θεέ μου, έκανα τόσα καλά, εβοήθησα φτωχούς, δυστυχισμένους, φυλακισμένους, αλλά τα παιδιά μου μού τα άφησες χωρίς την προστασίαν Σου και αντί να με κάνης ευτυχισμένον και να με αγκαλιάση η ευλογία Σου, με άφησες έρημον και μοναχόν να πλανώμαι εις την θλίψιν. Γι’ αυτό και εγώ έφυγα μακρυά σου, διότι επερίμενα την συμπαράστασίν Σου».
Αλλά δεν πρέπει, αγαπητά μου παιδιά, κατ’ αυτόν τον τρόπον να έχωμεν μέσα μας την πίστιν μας προς τον Θεόν.
Ο πατέρας και η μητέρα δεν πρέπει να χάνουν την πίστιν τους και να απομακρύνωνται από τον Θεόν. Πρέπει με πίστιν ακλόνητον και υπομονήν να παρακαλούμε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν να μας φωτίση και να μας δυναμώση εις τας ώρας της θλίψεως, διότι, διά να σώσωμεν την ψυχήν μας, πρέπει να περνούμε ημέρας θλίψεως.
Πού θα εύρω καταφύγιον, την ανακούφισιν και την αγαλλίασιν;
Βιβλίο «Διδαχαί», σελ. 107-108
Πού θα εύρω σωτηρίαν, πού θα εύρω καταφύγιον, πού θα εύρω ανταμοιβήν, θάρρος, πού θα εύρω την σωτηρίαν της ψυχής μου, τον καθαρόν δρόμον, την ανακούφισιν και την αγαλλίασιν;
Πού θα εύρω την μετάνοιαν, την στοργήν, την καρτερίαν, την θύραν του Παραδείσου, το έλεος, την μακροθυμίαν;
Μόνον εις τον δρόμον της αγάπης του Χριστού.
Μόνον εις την εκκλησίαν.
Μόνον εις το «βοηθάτε αλλήλους».
Μόνον εις το αγαθόν, εις το ταπεινόν, εις την αλληλεγγύην.
Μόνον εις την πράξιν την αγαθήν, που πλουτίζει την ψυχήν και την ανακουφίζει από τα δεινά που την περιτυλίγουν και την πληγώνουν τα βέλη του Πονηρού.
Πού να εύρω στήριγμα και την αληθινήν χαράν;
Μόνον σε Σένα, Χριστέ μου, μόνον σε Σένα, που είσαι φως αληθινό και πάντα μες στην ψυχή μας λάμπεις σαν άστρο φωτεινό.
Ο άνθρωπος να μη χάνη το θάρρος του, αλλά να ζητή την προστασίαν του Θεού
Βιβλίο «Μηνύματα», σελ. 105-106
10 Νοεμβρίου 1963
Κάποτε, μία μητέρα είχε στην καρδιά της μια θλίψι και πάντα μονολογούσε και με παράπονο έλεγε: “Ώ, Θεέ μου, τι να κάμω για να ανακουφισθώ από την θλίψι, που με βασανίζει στις ημέρες της ζωής μου; Αισθάνομαι κάτι σαν να ζητώ, χωρίς να μπορώ να το εκφρασθώ”. Μια ημέρα όμως στην προσευχή της, εζήτησε την προστασίαν του Θεού και αμέσως ένοιωσε αληθινή χαρά να την κυριεύη αυθόρμητα και ευρέθη σε τόπους γεμάτους αγάπη.
Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μη χάνη το θάρρος του, ό,τι και αν του συμβή στην ζωή του, αλλά να ζητή την προστασίαν του Θεού και αμέσως θα την έχη και θα ευρίσκη την χαράν.
Η αχαριστία είναι δαίμων
Βιβλίο «Διδαχαί», σελ. 109-110
Μια φορά κάποια γυναίκα δεν ημπορούσε να ζήση ήσυχη. Όλο νόμιζε πως την έδερναν πολλά βάσανα, χωρίς βέβαια να έχη τίποτα στην πραγματικότητα. Είχε την ιδέα, επειδή δεν εύρισκε αυτά που γύρευε εις την πρόχειρον ζωήν της, ότι ήτο δυστυχής και αγανακτούσε και έλεγε:
«Μια ζωή μας έδωσες, Θεέ μου, και είναι όλο βάσανα. Πότε πια θα πεθάνω να ξεκουραστώ;»
Αυτό το έλεγε κάθε λεπτό και δεν σκεπτόταν, αν πέθαινε, πού θα πήγαινε η ψυχή της.
Πρέπει να είμεθα ευγνώμονες απέναντι του Θεού και να βρίσκωμε τον δρόμον, που θα μας χαρίση την ανάπαυσιν της ψυχής και όχι να έχωμεν μέσα στη σκέψι μας πάντα την αχαριστίαν. Η αχαριστία είναι δαίμων.
Ιδού καιρός της προσευχής. Ιδού καιρός της σωτηρίας της ψυχής. Ιδού καιρός τού «θέλω σωθήναι».
Μη σκέπτεσθε το κακόν, να αποφεύγετε την αμαρτίαν.
Άνθρωπε, μη βλέπης τον συνάνθρωπόν σου, τι κάνει, διόρθωσε πρώτα τα ιδικά σου λάθη και ύστερα κοίταξε του αδελφού σου.
Η κατάκρισι είναι ένα πικρόν δηλητήριον διά την ψυχήν. Φροντίσετε πάντα να αποφεύγετε το πικρόν δηλητήριον, διότι είναι γλυκύ εις την προφοράν. Δηλαδή, όταν κάνεις την κατάκρισιν, αισθάνεσαι αγαλλίασιν, διότι πρόερχεται εκ του πονηρού, ότι δήθεν γνωρίζεις τα πάντα.
Διά να εξαλειφθή αυτό το μεγάλο κακό, χρειάζεται να προσανατολισθής εις το «αγαπάτε αλλήλους». Προσευχηθήτε θερμά με νηστεία και αλληλεγγύη εις τους πάσχοντας, διά να βρήτε την συγχώρησιν και να μην ξαναέλθη αυτό το κακόν εις τας ημέρας της ζωής σας.
Όταν κοιτάμε τα ιδικά μας ελαττώματα πρώτα και ελέγχωμε τον εαυτόν μας, δεν θα μας μένη καιρός διά τον αδελφόν μας…
Ο άνθρωπος που είναι μακράν του Θεού
έχει πάντα θλιμμένη την καρδιά του
Βιβλίο «Διδαχαί», σελ. 145-146
Κάποτε περπατούσε ένας άνθρωπος πολύ σκεφτικός και δεν ήξερε πού να πάη, να βρη παρηγοριάν. Στον δρόμο αντάμωσε έναν άγνωστο και χαιρετήθηκαν χριστιανικά, λέγοντας: «Καλή μέρα, με του Θεού την δύναμιν». Ερώτησε τότε ο ένας τον άλλον: «Πού πηγαίνεις αδελφέ μου;» «Άστα καημένε… έχω μεγάλη θλίψι στην καρδιά μου. Έχω χάσει τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου…. Είμαι μόνος και έρημος και από την απελπισία μου πήρα τον δρόμο και δεν ξέρω πού να πάω. Γυρίζω σαν το πουλί το έρημο». Και αφού διηγήθηκε όλα τα βάσανά του, ο άλλος που τον άκουγε, κατάλαβε πως αγανακτούσε απέναντι στον Θεόν, τον ελυπήθη από τα βάθη της καρδιάς του και του λέγει: «Τόσην ώρα σε ακούω, αδελφέ μου, με μεγάλην προσοχήν, αλλά δε σε άκουσα να πης, δόξα τω Θεώ, ήταν θέλημα Θεού, ας τον δοξάζωμεν διότι ό,τι έχομεν σ’ αυτόν τον κόσμον δεν είναι ιδικόν μας. Πήγαινε, άνθρωπε, στο σπίτι σου και προσευχήσου στο Θεό και πες του με δάκρυα στα μάτια: Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, ήμαρτον ό,τι και να σου είπα μέσα εις την μεγάλην μου δυστυχίαν».
Έτσι του είπε, διότι, τέκνον μου, όλα του Θεού είναι, γι’ αυτό πρέπει πάντα να τον δοξάζωμεν, να μας χαρίζει την αγάπην, την εγκράτειαν, την ευσπλαχνίαν και την υπομονήν. Να τον ευχαριστούμε πάντα με τας καλάς μας πράξεις.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται μακράν του Θεού, θα έχει πάντα θλιμμένην την καρδιάν του.
Μην κλείετε την θύραν της αγάπης. Ανοίξετέ την στοργικά στους πονεμένους, στους φτωχούς και στα άμοιρα παιδιά, τα ορφανά, που δεν άκουσαν την λέξι «σ’ αγαπώ» και έσβησε το αθώον ένστικτον εις το κενόν.
Τα πάθη, είναι να τα περνά ο άνθρωπος, διά την αγάπην του Χριστού
Βιβλίο «Διδαχαί», σελ. 172-174
Μετά από το προσκύνημα εις την εκκλησίαν
της Οσίας Ξένης, επιστρέφοντας εις την οικίαν του Θ. Πάτση,
εγράφη το κάτωθι απολυτίκιο εις την Οσίαν:
«Το μύρον το εύοσμον της εκκλησίας Θεού, το στέφος το άφθαρτον των Ορθοδόξων πιστών, εδέχθης καρπόν τον Ουράνιον. Όθεν ημείς τιμώμεν την μακαρίαν ζωήν σου, άμα και τοις αγώσι ους εν τω βίω ετέλεσας, Οσία Ξένη, αγνή, πρέσβευε σωθήναι ημάς».
Και εν συνεχεία, η αόρατος φωνή του Αγίου Ραφαήλ λέει:
«Τα πάθη, είναι να τα περνά ο άνθρωπος, διά την αγάπην του Χριστού. Δεν εμαρτύρησεν η Αγία, αλλά πέρασε πολλές συντριβές, δοκιμασίες κι αυτά όλα τα πέρασε χωρίς να δειλιάση. Με την επίμονον αγάπην της προς τον Κύριον, έλαβε την Ουράνιον αγαλλίασιν. Ήταν τόσο πιστή, που κανένα νέφος του πειρασμού δεν είχε την δύναμι να την επισκιάση.
Η ψυχή της τρεφόταν από την ουράνια δύναμιν. Αυτή η δύναμις τρέφει τον άνθρωπον, που θυσιάζει χωρίς αγανάκτησιν την επίγειον ζωήν. Είχε προγραμματίσει στη ζωή της το μέλλον της κα αψηφούσε τα πάντα γύρω της και προσανατολιζόταν αδιαλείπτως να κερδίση την ψυχήν της. Όλα αυτά είναι για να προσέξωμε και να σκεπτώμεθα πάντοτε την τόση αγάπην της προς τον Κύριον.
Αν ο άνθρωπος έχει μέσα του ακλόνητον πίστιν προς τον Χριστόν, δεν δειλιάζει στην κάθε συντριβή που θα τον εύρη, μάλλον πρέπει να χαίρεται για τις δύσκολες στιγμές της ζωής του και να είναι πάντοτε ολιγαρκής. Η λέξις ολιγαρκής, τέκνον, είναι για σε μεγάλο δίδαγμα, διότι στη ζωή που βρίσκεσαι με θέλημα του Θεού, πρέπει να διώχνης τις κάθε βλαβερές σκέψεις και συκοφαντίες. Αν ο άνθρωπος δεν συντρίβεται εις την κατά κόσμον ζωήν, δεν δύναται να απολαύση και να αντικρύσει τον Κύριον. Εκείνος θα κατατάξη την ψυχήν του εις το άπειρον έλεός του. Η ζωή του ανθρώπου είναι σαν ένα περιβόλι που πότε είναι ανθηρό, πότε είναι δασωμένο και πότε είναι λίγο συντριμμένο.
Όταν το περιβόλι βρίσκεται στην άνθησί του, είναι σαν τον άνθρωπο που βρίσκεται εις την νεανική του ηλικία και δεν προσέχει, δεν οδηγείται εις το καλόν. Ανοίγει μπροστά του ο αιθέρας της ζωής και δεν είναι εις θέσιν να σκεφθή διά την αθάνατον ψυχήν.
Όταν το περιβόλι είναι δασωμένο, είναι όπως η ζωή του ανθρώπου που αρχίζει να δυναμώνει, να σκέπτεται, να φιλοσοφή, να ελέγχη, να αρχίζη τέλος πάντων μίαν άλλην τακτικήν προς αναζήτησιν της καθεστωτικής και ακατανικήτου δημιουργίας.
Και τώρα, η συντριβή του περιβολιού είναι το γήρας και ο πόνος, διότι ο άνθρωπος, τότε αρχίζει να αισθάνεται, να προσέχη, να κάνει έλεγχο και τότε έρχεται ο μεγάλος πόνος, ο πόνος της ψυχής, που συντρίβει το σώμα, το κάνει να υποφέρη και συναρπάζει τον νου. Τότε προσπαθεί να πλησιάση τον Κύριον.
Η προσευχή, η εξομολόγησις και η Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, όλα αυτά ενούνται με την μετάνοιαν και συνοδεύονται με την καλήν πράξιν.
Προσέξατε, τέκνα του Θεού, τα τρία στάδια της ζωής σας, να τα περιλούση η αρμονία του Αγίου Πνεύματος και να σαλπίσουν αγγελικά εμβατήρια εις το τέλος της ζωής σας.
Πρέπει να είμεθα χαρούμενοι, διότι μόνον με την συντριβή πλησιάζομε τον Κύριον και περισσότερον εις το τρίτον στάδιον της ζωής μας. Κλείσε τα γόνατα, ρίξε το βλέμμα κάτω με δάκρυα, με αναστεναγμό στον Ουράνιον Πατέρα και κάνε θερμήν την προσευχήν. Φρόντιζε, ώ άνθρωπε, με αγάπη στην ψυχήν σου, ζήτησε Χριστού βοήθεια. Με τα γόνατα πάντα κλειστά, με τα χέρια σταυρωμένα να γίνεται η προσευχή.
Για κοίτα, ώ άνθρωπε, τον Χριστόν τι ταπεινός που στέκει.
Γονατιστός προσεύχεται με χέρια σταυρωμένα και ταπεινά παρακαλεί τον Πλάστη του Πατέρα.
Βλέπε και:
Περί Πίστεως: Η ανθηρή πίστις είναι χρυσούν μετάλλιον δοσμένον απ’ τον Θεό