ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΑΦΑΗΛ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Π. ΛΥΤΡΑ
Πηγές: Βιβλία «Μηνύματα», Αικατερίνης Π. Λύτρα και
«Η εν Χριστώ θαυμαστή μεταμόρφωσις της Αικατερίνης Λύτρα», Αικατερίνης Π. Λύτρα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η αγαθή αλλοίωσις της ψυχής μου Από το ταξίδι μου στην Αθήνα |
Ομιλεί η Αικατερίνη Π. Λύτρα, κάτοικος Παμφίλων Λέσβου,
νοικοκυρά, έχουσα δύο παιδιά μετά του συζύγου της Παναγιώτου.
Ένα πρωϊνό του Μαΐου του έτους 1960 ήλθε ξαφνικά εις το σπίτι μου η Μαρία Μπαλαμπάνη, που μένει σε κάποιο κοντινό χωριό. Η κατάπληξίς μου ήταν μεγάλη όχι μόνο διότι η επίσκεψίς της ήτο τελείως απροσδόκητη, αφού από πολλά χρόνια είχαμε να συναντηθούμε, αλλά κυρίως διότι με ανησυχίαν με ρωτούσε διά την υγείαν του συζύγου μου Παναγιώτη. Η αλήθεια είναι πως ο Παναγιώτης υπέφερε από το στομάχι του, αλλ’ αυτό το εγνώριζα εγώ και ελάχιστοι συγγενείς μου. Όταν δε της εξεδήλωσα την απορίαν μου, μου διηγήθηκε το ακόλουθον όνειρόν της:
«Ωνειρεύθηκα ότι βρισκόμουν μέσα στα Πάμφιλα. Και ενώ ήμουν εις την πλατείαν βλέπω να έρχωνται προς το μέρος μου δύο παλληκάρια, μια μικρή κοπέλλα και ένας καλόγερος. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα κασελάκι με φάρμακα και επάνω σε αυτό είχαν πολλά χαρτιά γραμμένα. Όταν με πλησίασαν τους ρώτησα τι θέλουν στο χωριό μας και τι γράφουν τα χαρτιά τους. Μου απάντησαν ότι: «Εις τα χαρτιά μας είναι γραμμένα τα ονόματα αυτών που θα γιατρέψωμε». Προσέχοντας τώρα καλύτερα το κασελάκι με τα φάρμακα είπα: «Δεν δίνετε και σε μένα ένα φάρμακο;» Και ο καλόγερος μου απαντά: «Εσύ δεν είσαι γραμμένη, γιατί δεν έχεις τίποτα. Πες μας όμως. Γνωρίζεις τον Παναγιώτη τον Λύτρα και τον αδελφό του τον Στρατή;» «Ναι» είπα, και ο καλόγερος συνέχισε: «Να πας στο σπίτι του Παναγιώτη και να του πης να ανέβη στις Καρυές να προσκυνήση και θα γιατρευθή».
Εδώ τελείωσε την αφήγησι του ονείρου της η Μαρία Μπαλαμπάνη. Δεν είχα αμφιβολία ότι ο καλόγερος και οι άλλοι θα ήσαν οι Άγιοι που είχαν αποκαλυφθή θαυματουργικώς τον τελευταίον καιρόν στις Καρυές της Θερμής. Πέρασαν όμως μήνες από τότε και δεν είχαμε κατορθώσει να προσκυνήσωμε τους Αγίους. Έτσι έφθασε ο Μάϊος του 1961 όταν κάποιο πρωΐ με τον Παναγιώτη ξεκινήσαμε για τις Καρυές με σκοπό να κάνωμε λειτουργία στους Αγίους, να τους προσκυνήσουμε και να πάρωμε από το Αγίασμά των που υπήρχεν εκεί. Όταν φθάσαμε, ο Παναγιώτης πήγε προς το Αγίασμα και εκεί ένοιωσε μια αδικαιολόγητη δίψα. Και σκύβοντας στο Αγίασμα ήπιε αρκετό. Έκτοτε το στομάχι του έπαυσε να τον ενοχλή. Οι Άγιοι τον είχαν θεραπεύσει. Και μέχρι σήμερα δεν ένοιωσε κανέναν πόνο και καμμίαν ενόχλησιν.
Αλλ’ εγώ παρά ταύτα δεν είχα πεισθή ότι θα είχεν εντελώς θεραπευθή, παρά τις διαβεβαιώσεις του Παναγιώτη, και διά τον λόγον αυτόν φύλαγα τα χάπια που έπαιρνε, και κάποτε κάποτε τον πίεζα να πάρη κανένα.
Έτσι περνούσε ο καιρός και είχε φθάσει ο Σεπτέμβριος του 1961. Μέναμε τότε στο αμπέλι μας. Ξαφνικά ένα βράδυ, στις 16 Σεπτεμβρίου την ώρα που ετοίμαζα το τραπέζι, βλέπω κάτω από το παράθυρο της κουζίνας δύο σκιές και ακούω μετά ταύτα ένα θόρυβο μέσα στην ντουλάπα. Γυρίζω και βλέπω μια πεταλούδα να περιφέρεται. Και διερωτήθηκα: Η πεταλούδα άραγε να έκανε τόσο θόρυβο; Αμέσως ένοιωσα κάποια δύναμι μέσα μου και βλέπω μια μεγάλη λάμψι μέσα στο δωμάτιο. Μέσα δε από τη λάμψι ξεχώριζαν δύο σκιές, χωρίς να μπορώ να εξακριβώσω ποίοι ήσαν. Μέσα στο φόβο μου άρχισα να φωνάζω τον άνδρα μου. Και τότε άκουσα μια φωνή να μου λέγη «Σήκω να βάλης στη θέσι του το εικόνισμά μου». (Μέσα στην ντουλάπα είχα προσωρινώς μία χάρτινη εικόνα των Αγίων). Η φωνή εξηκολούθησε: «Να μη φοβάσαι διά τα παιδιά σου. Εγώ εδώ είμαι και εδώ κάθομαι. Τα χάπια που έχεις να τα πετάξης πολύ μακρυά».
Εγώ τότε, τρέμουσα από τον φόβο μου, διερωτήθηκα μόνη μου πώς να έλεγα αυτά που μου συνέβαιναν στη μάννα μου και σκεπτόμουν: Μήπως ήταν κακή ώρα; Αλλ’ ακούω και πάλι την φωνή να μου λέγη: «Μην ολιγοπιστής. Μην ολιγοπιστής. Θα το λες παντού». Εγώ έκανα τον σταυρό μου, άναψα θυμίαμα και ακούω και πάλι: «Όλο λες να το γράψης στον Αποστόλη και δεν το κάνεις. Τι φοβήθηκες; Μη φτωχύνη; Εγώ θα πάω στον Αποστόλη». (Ο Αποστόλης είναι παιδί μου εγκατεστημένο εις το Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής. Από καιρό ήθελα, να του γράψω για το θαύμα της θεραπείας του πατέρα του και πάντοτε αμελούσα. Μάλιστα θα του έγραφα να έστελνε και χρήματα διά την ανασκαφήν) Τότε εγώ σαν να πήρα κάποιο θάρρος και είπα: «Θέλω να σε δω Άγιε Ραφαήλ». Και εκείνος μου απαντά: «Θα με ακούς, αλλά δεν θα με βλέπεις. Στους τρεις παπάδες που είδες στην αγρυπνία, ο πρώτος ήμουνα εγώ. (Προ καιρού είχα παρακολουθήσει μια αγρυπνία στην οποία λειτουργούσαν δύο ιερείς. Αλλά εγώ για αρκετή ώρα έβλεπα και τρίτον ιερέα, έως ότου ξαφνικά τον έχασα. Αντελήφθηκα ότι ήταν ο Άγιος, αλλά από ντροπή δεν είπα πουθενά τίποτα. Φοβόμουν μήπως με κοροϊδεύσουν) Και αυτό που σκέπτεσαι και λέγεις “θέλω τούτο, θέλω εκείνο” να μη το λέγης. Αλλά όπως έχεις εσύ και τρώγεις, να δίδης κάθε μέρα σε έναν πτωχό να τρώγη. Το ακούς»; Αυτό το είπε πολλές φορές.
Την στιγμή εκείνη μέσα στη λάμψι διέκρινα τον Άγιο Νικόλαο και εν συνεχεία έσβησε η λάμψις, χάθηκε και η φωνή. Η λάμψις εκείνη ήταν τόσο μεγάλη που ενώ βρισκόμουν μέσα στο σπίτι μου, θαρρούσες πως ήμουν σε κάποιο μέρος πολύ λαμπερό.
Αυτό ήταν το πρώτο μου όραμα και η πρώτη γνωριμία με τον Άγιο. Μέσα εις την ψυχή μου ένοιωθα ανέκφραστη χαρά και αγαλλίασι, αλλά δεν είχα το θάρρος να διηγηθώ και σε άλλους το όραμά μου. Όπως δεν έλεγα και για το θαύμα της θεραπείας του Παναγιώτη. Και τούτο, όχι διότι εγώ είχα αμφιβολίες, αλλά διότι δεν ήμουν βεβαία αν θα με πίστευαν οι άλλοι. Αλλά όσο ο καιρός περνούσε, δυνάμωναν μέσα μου οι τύψεις της συνειδήσεώς μου για την σιωπή μου. Και υπό το κράτος αυτών των τύψεων απεφάσισα να κατανικήσω τους δισταγμούς μου. Και τότε άρχισα να λέγω παντού το θαύμα και το όραμα.
Η ΑΓΑΘΗ ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
Ένα βράδυ περί τα μέσα του Οκτωβρίου 1961, ανέβηκα στο δωμάτιο που έχομε τα εικονίσματά μας για να ανάψω το κανδήλι και να κάνω την προσευχή μου. Την ώρα που προσευχόμουν βλέπω ξαφνικά ένα λαμπερό φως να καταυγάζη τα εικονίσματα και συγχρόνως ακούω μια φωνή να λέγη: «Σε εδιάλεξα από πολλές οικογένειες». Εγώ μένοντας άφωνη από τον φόβο μου, σηκώθηκα και κατέβηκα στην τραπεζαρία μας όπου βρισκόταν ο άνδρας μου. Εκεί άκουσα την ίδια φωνή να με επιπλήττη και να λέγη: «Δεν έπρεπε να κατεβής κάτω, αλλά να ανέβη ο Παναγιώτης επάνω».
Έπειτα από μίαν εβδομάδα, μια Κυριακή πρωΐ, λόγω αδιαθεσίας, δεν πήγα στην εκκλησία. Άναψα το κανδήλι, θύμιασα το σπίτι και έκανα την προσευχή μου. Ξαφνικά τότε είδα να λάμπη ολόκληρο το σπίτι μου από ένα περίεργο φως. Συγχρόνως ένοιωσα να κυριαρχή μέσα μου μια πολύ μεγάλη χαρά, τόσο μεγάλη, που ποτέ άλλοτε δεν την είχα αισθανθή. Υπό το κράτος αυτών των αισθημάτων γονάτισα τότε μπροστά στο εικονοστάσι, άνοιξα τα χέρια μου σαν να ήθελα να αγκαλιάσω όλον τον κόσμο και άρχισα να προσεύχωμαι και να λέγω: «Άγιε Ραφαήλ, θεράπευσε τα άρρωστα παιδάκια, βοήθησε όλον τον κόσμο και συγχώρησε και εμέ την αμαρτωλή». Τότε βλέπω μια μεγάλη λάμψι, σαν την λάμψι που κάνει ο κεραυνός να περιλούη το εικονοστάσι και ακούω την φωνήν του Αγίου να λέγη: «Περίμενε μέχρις ότου έλθη ο Παναγιώτης». Εδείλιασα προς στιγμήν, αλλά δεν διέκοψα την προσευχήν μου. Συνέχισα να προσεύχωμαι μέχρις ότου ήλθεν ο άνδρας μου από την εκκλησία. Με δάκρυα χαράς τότε του διηγήθηκα, ό,τι είχε συμβή. Εκείνος έκπληκτος μου είπε: «Αικατερίνη, μη λες τίποτα πουθενά, για να μη μας σχολιάζουν οι άπιστοι».
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας ο Παναγιώτης μού πρότεινε να πάμε στον κινηματογράφο, κάτω στη Μυτιλήνη. Εγώ ένοιωθα την επιθυμία να αρνηθώ, αλλά για να μην τον δυσαρεστήσω δέχθηκα και πήγαμε. Κατά περίεργον τρόπον όμως ο κινηματογράφος δεν μου προξένησε την χαράν, όπως άλλοτε, αλλά μάλλον λύπη ένοιωθα μέσα μου. Και όταν αργότερα πήγαμε να επισκεφθούμε την αδελφήν μου Αγλαΐαν της το εξωμολογήθηκα. Αλλά εκείνη χαμογελώντας μου είπε: «Στα νεύρα σου θα είσαι Αικατερίνη». Δεν της απάντησα. Μέσα μου ένοιωθα να γίνεται μια αλλαγή, που οι άλλοι δεν είχαν την δύναμι να την εννοήσουν.
Έπειτα από λίγες ημέρες, την ώρα που έγραφα γράμμα στο παιδί μου τον Αποστόλη, που είναι στο Γιοχάνεσμπουργκ, και εξιστορούσα το ό,τι μου συνέβαινε με τον Άγιο Ραφαήλ, άκουσα κτυπήματα στην πόρτα μας: «Παναγιώτη», είπα τότε στον άνδρα μου, «σε παρακαλώ, πήγαινε να δης ποιος είναι». Ο Παναγιώτης πράγματι πήγε. Την ίδια όμως στιγμή εγώ ένοιωσα μια δύναμι σαν σεισμό να κουνάη το σπίτι μας και συγχρόνως είδα σαν σκιές να περνούν από μπροστά μου και να φεύγουν επτά παλληκάρια, άκουα δε καθαρά και τα βήματά των, τότε που απεμακρύνοντο από την πόρτα του σπιτιού μας. Ο Παναγιώτης εν τω μεταξύ γύρισε, λέγοντας ότι δεν ήταν κανείς. Όταν δε του είπα αυτά που είδα, «Αικατερίνη», μου είπε, «τι λόγια είναι αυτά που λες; Μην τα πης πουθενά διότι θα πουν ότι κάτι έπαθες». Η παρατήρησίς του με λύπησε πάρα πολύ και σκέφθηκα να μην του πω άλλοτε τίποτε για να μην τον στενοχωρώ. Μάλιστα τις ημέρες εκείνες αν κάποιος με ρωτούσε για τις εμφανίσεις του Αγίου και ήταν μπροστά ο Παναγιώτης απέφευγα να απαντώ.
Έπειτα από μερικές ημέρες, τελειώνοντας τις δουλειές μου, πήρα το πλεκτό μου και κάθισα στη βεράντα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και καθώς ήμουν σκυμμένη στο πλεκτό μου, βλέπω να περνούν από μπροστά μου δύο μαύρες σκιές, δηλαδή δύο καλόγεροι με μαύρα ράσα. Συγκίνησι με κατέλαβε τότε και ένα μούδιασμα ένοιωσα σε όλο μου το σώμα. Σαν ναρκωμένη σηκώθηκα και προχώρησα προς το σπίτι. Και τότε ακούω την ίδια όπως πάντα φωνή του Αγίου να μου λέγη: «Πες στον Παναγιώτη, που πηγαίνει στη Μυτιλήνη, να σου πάρη μια λαμπάδα να μου ανάψης». Αλλά εγώ πού να τολμήσω να πω τίποτα στον Παναγιώτη. Από ένα γειτονικό μαγαζάκι αγόρασα δύο λαμπάδες και πήγα να τις ανάψω στο εικονοστάσι. Βλέποντας όμως τον Παναγιώτη δίστασα και έμενα αναποφάσιστη. Και ξαφνικά πάλι ακούω την φωνή του Αγίου να μου λέγη: «Μην αποφεύγης τον Παναγιώτη. Θα είναι μπροστά». Με δάκρυα τότε στα μάτια είπα στον Παναγιώτη όλα τα συμβάντα και τους δισταγμούς μου. Εκείνος συνεκινήθη πολύ και μου είπε: «Γιατί φοβάσαι να μου τα λες Αικατερίνη; Εφ’ όσον αυτό είναι το θέλημα του Αγίου, να μιλάς ελεύθερα». Ένοιωσα δε τότε ένα ξαλάφρωμα μεγάλο στην καρδιά μου.
Τις ημέρες που επηκολούθησαν προσευχόμουν πολύ και έλεγα μάλιστα: «Άγιε Ραφαήλ, ας ήταν να σε έβλεπα καθαρά σαν άνθρωπο!» Μια ημέρα, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχα πάει στο κτήμα μας. Επιστρέφοντας στο σπίτι, την ώρα που έμπαινα στην αυλή, χωρίς να έχω τίποτα στο νου μου, βλέπω ανάμεσα στα χρυσάνθεμα έναν ωραίον άνθρωπο με άμφια χρώματος βυσσινί και κάλυμμα στο κεφάλι. Κυττάζοντας έκπληκτη μου εφάνη πως είχε τη μορφή του πατέρα μου, αλλά είπα μέσα μου: «Ο πατέρας με άμφια! Πώς είναι δυνατόν;» Ο άγνωστος με κύτταξε κατάματα, είδα τα ωραία του μάτια και αμέσως εξηφανίσθη σαν αέρας.
Τότε μόνον κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος Ραφαήλ και με τη σκέψη αυτή ένοιωσα τα πόδια μου να τρέμουν από συγκίνηση. Σε όλους τους γνωστούς είπα τότε το όραμά μου αυτό, ο δε άνδρας μου μού είπε: «Να, που έγινε και η επιθυμία σου να τον δης».
Την ίδια νύχτα, ενώ είχα πέσει να κοιμηθώ, πριν με πάρη ο ύπνος, είδα ξαφνικά μπροστά μου έναν καλόγερο με μαύρο ράσο, του οποίου το κεφάλι ήταν κομμένο από το στόμα και επάνω. «Παναγία μου» φώναξα τρομαγμένη και αμέσως τον έχασα από μπροστά μου. Ήταν ο Άγιος.
Οι ημέρες περνούσαν. Ήταν 13 του Δεκεμβρίου και εγώ ήμουν καθισμένη μόνη μου στον καναπέ. Αιφνιδίως ένοιωσα μία δύναμι να μου φέρνη ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα και μου εφάνη ότι έγινε βαρύ σαν ναρκωμένο. Δύο άνθρωποι, τότε, με μαύρα ράσα πέρασαν ξαφνικά από εμπρός μου και δύο δυνατά χέρια αισθάνθηκα να με πιάνουν από τους ώμους, ενώ η γνώριμη φωνή του Αγίου Ραφαήλ μου έλεγε: «Αικατερίνη, τρεις ημέρες θα είσαι σε νάρκη».
Πράγματι από την στιγμή εκείνη ένοιωσα το σώμα μου να γίνεται τόσο βαρύ, ώστε δεν είχα δύναμι ούτε να κινηθώ. Αισθανόμουν πως βρισκόμουν μέσα στο δωμάτιό μου, καταλάβαινα ποίοι ήσαν γύρω μου, αλλά συγχρόνως μου εφαίνετο ότι ήμουν σε άλλους κόσμους. Σε μια στιγμή ένοιωσα επάνω μου πάλι τα χέρια του Αγίου και τότε σαν κάτι να έφυγε από μέσα μου. Έπειτα ένοιωθα να λάμπη κάτι μέσα μου και με την λάμψι του να γεμίζει όλον τον εσωτερικό μου κόσμο. Σημειωτέον ότι μέσα στην νάρκη μου έλεγα αυτά που αισθανόμουν και τα άκουγαν όλοι οι δικοί μου.
Ενώ δε ήμουν στην κατάστασι αυτή άκουσα και πάλι την φωνή του Αγίου να μου λέγη: «Μη μπαίνουν πολλοί μέσα στο δωμάτιο. Λίγο ο Παναγιώτης και λίγο η μητέρα σου». Και έπειτα: «Να πης στην Αγλαΐα ότι στους πιστούς νεύρα και καρδιές δεν υπάρχουν. Μη ξεχνά ότι στις Καρυές εγώ την άρπαξα και την έρριξα μέσα στο Αγίασμα». (Το καλοκαίρι η αδελφή μου Αγλαΐα είχε πάει στις Καρυές με κάποια αμφιβολία μέσα της, όπως μας είπε. Ενώ δε στεκόταν επάνω από την στοά του Αγιάσματος ξαφνικά έπεσε μέσα από ύψος 7-8 μέτρων σαν κάποιος να την άρπαξε και να την έσπρωξε. Δεν έπαθε όμως απολύτως τίποτε μολονότι, όπως λέγει, έπεσε με το κεφάλι) Η ίδια φωνή συνέχισε: «Ο δρόμος του Χριστού είναι λίγο δύσκολος για σας, αλλά με την υπομονή, την θέλησι και την ταπείνωσι θα προχωρήσετε».
Την επομένην, 14 του μηνός, ημέρα Πέμπτη, μόλις ξύπνησα το πρωΐ νόμισα ότι θα μπορούσα να σηκωθώ και να ασχοληθώ με τις δουλειές του σπιτιού. Μόλις όμως έκανα να σηκωθώ, ένοιωσα τόσην αδυναμία, ώστε δεν μπόρεσα ούτε να κινηθώ καθόλου. Και τότε άκουσα την φωνή του Αγίου να μου λέγη: «Πέσε στο κρεββάτι σου και το Σάββατο θα σηκωθής. Να πης δε στον πατέρα σου ότι η κόρη του δεν είναι άρρωστη. Έχει την δύναμι του Κυρίου και το Σάββατο θα την ιδή».
Πρέπει να σημειωθή εδώ ότι, όπως αργότερα μου είπαν, ο πατέρας μου ήταν πολύ ανήσυχος για την κατάστασή μου, και ήθελε να με πάη σε γιατρούς.
Όλες αυτές τις ημέρες της μεγάλης μου νάρκης η φωνή του Αγίου μού μιλούσε κάθε τόσο, συχνά δε ένοιωθα και την παρουσίαν Του μέσα στο δωμάτιό μου, το οποίον μάλιστα κατά διαστήματα φωτίζετο από μια υπερφυσική λάμψι. Την λάμψι αυτή έβλεπαν και ο άνδρας μου και οι δικοί μου και όσοι άλλοι ευρίσκοντο μέσα, από ενδιαφέρον για την κατάστασί μου.
Την δεύτερη ημέρα της νάρκης μου άκουσα τον Άγιο να μου λέγη: «Μέχρι τα Χριστούγεννα θα μείνης νηστική. Θα κοινωνήσης δε μέχρι τότε τρεις φορές». Έπειτα μου διηγείτο τη ζωή του και έλεγε: «Από παιδί αγαπούσα πολύ τις σπουδές, αλλά δεν μπόρεσα να τις συνεχίσω, γιατί οικονομικώς δεν στεκόμουνα καλά. Έτσι πήγα σε μοναστήρι. Από την καλή διαγωγή μου με χειροτόνησαν στην αρχή διάκονο». Αργότερα μου διηγείτο για το μαρτύριό του: «Όταν οι άπιστοι έφτασαν στο μοναστήρι μας, των Καρυών, υπέφερα φρικτά βασανιστήρια. Με πυρωμένες λόγχες τρυπούσαν τις σάρκες μου, τα μάτια μου, το κορμί μου. (Στο σημείο αυτό έβλεπα τις λόγχες αυτές που ήσαν αγκαθωτές και πυρακτωμένες από την φωτιά). Και στα σκυλιά ακόμη με πέταξαν, συνέχισε ο Άγιος. Και όλα αυτά τα πέρασα χωρίς μητέρα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδελφή, χωρίς αδελφό, παρά μόνον με την δύναμι του Κυρίου και για μια μόνον στιγμή με τον Νικόλαο. Ο τόπος αυτός ονομάζεται Γολγοθάς. Θα θεραπεύσω, θα βοηθήσω, θα συγχωρήσω, θα αγαπήσω. Θα γίνη εδώ παγκόσμιο προσκύνημα. Όταν θα κτίσετε το μοναστήρι μου θέλω να κάμετε κελλιά για να δεκαπεντίζη ο κόσμος».
Εγώ εν τω μεταξύ, αν και βρισκόμουν μέσα στο δωμάτιό μου, έβλεπα εν τούτοις τον τόπο των Καρυών. Μου εφαίνετο ότι ήμουν εκεί και έβλεπα μπροστά μου τον Άγιο Ραφαήλ, ολοζώντανο, με ολόχρυσα άμφια, με δύο επιγονάτια, υψηλόν και ωραίον άνδρα και μου μιλούσε βαδίζοντας με αργά βήματα από το μνήμα του προς ένα σημείο πιο κάτω από το αγίασμα. Εκεί σταμάτησε και δείχνοντάς μου με το χέρι του το σημείο είπε: «Εδώ με έσφαξαν». Η φωνή του και οι κινήσεις του είναι ακόμη μέσα στο μυαλό μου.
Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου. Ήταν πρωΐ και σκεπτόμουν: «Αύριο κατά τα λόγια του Αγίου Ραφαήλ τελειώνει η νάρκη μου. Θα σηκωθώ και θα πάρω την πρώτη θεία Κοινωνία. Θα λειτουργήσω στις Καρυές και εκεί θα κοινωνήσω. Αχ, να είχα και μια μεγάλη λαμπάδα να την άναβα στον Άγιο. Άραγε θα πάη κανείς σήμερα στη Μυτιλήνη να του παραγγείλω να μου πάρη;» Μόλις έκανα στο μυαλό μου αυτή τη σκέψι, ακούω την φωνή του Αγίου να λέγη: «Η Ασπασία του Μαρκή». Συγκινήθηκα τότε πάρα πολύ, αλλά στο δωμάτιο ήμουν μόνη την στιγμήν εκείνη και δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω, ούτε λόγω της νάρκης μου, να περπατήσω για να ειδοποιήσω κανέναν. Αλλ’ ώ, του θαύματος! Ακούω σε λίγο τη μητέρα μου να συζητή στην αυλή με τη γειτόνισσά μας, την Ασπασία του Μαρκή και να της λέγη: «Στη Μυτιλήνη πηγαίνεις Ασπασία; Στάσου να σου δώσω να μας πάρης μια μεγάλη λαμπάδα».
Εδάκρυσα τότε από απερίγραπτη συγκίνησι που ένοιωσα, διότι ο Άγιος φωτίζοντας τη μητέρα μου, είχε φροντίσει τόσον θαυμαστά για να μου ικανοποιήση την επιθυμία, αφού εγώ δεν είχα πη τίποτε απολύτως στη μητέρα μου. Κατά το μεσημέρι ο Άγιος μου είπε: «Σήκω στο κρεββάτι σου, γονάτισε, είναι ώρα προσευχής. Διάβασε τις παρακλήσεις της Παναγίας και ό,τι άλλο ξεύρεις». Πράγματι με σχετική τότε ευκολία ανασηκώθηκα στο κρεββάτι μου και γονατιστή έκανα την προσευχή μου.
Όταν τελείωσα ένοιωσα και πάλι το σώμα μου να γίνεται βαρύ, ατονισμένο, πραγματικά ναρκωμένο. Σε άλλη στιγμή ο Άγιος μου είπε: «Αύριο θα έλθης να κοινωνήσης. Να φορέσης αμόλυντα ρούχα και τα χέρια σου να τα κρατήσης αμόλυντα». Και κατά το απόγευμα πάλι: «Σήκω, είναι ώρα να ετοιμασθής για αύριο». Σηκώθηκα, νοιώθωντας τώρα το σώμα μου ανάλαφρο, έκανα την ετοιμασία μου για την θεία Κοινωνία και έπεσα πάλι στο κρεββάτι μου, οπότε εκ νέου βυθίσθηκα στην πρώτη μου νάρκη. Ξαφνικά ακούω την φωνή του Αγίου: «Τα χέρια σου να τα κρατήσης ψηλά μέχρις ότου έλθης να κοινωνήσης». Εσήκωσα τότε τα χέρια μου σε στάση δεήσεως και τα ένοιωσα ακίνητα. Αργότερα κάτι ανεξήγητοι πόνοι άρχισαν να βασανίζουν το σώμα μου, αλλά με την δύναμι του Κυρίου πέρασε η νύχτα.
Σάββατον 16 Δεκεμβρίου. Ξύπνησα ανάλαφρη και εντελώς καλά. Δόξασα τον Κύριο και τους Αγίους, μου φόρεσαν ολοκάθαρα ρούχα (γιατί μόνη μου δεν μπορούσα να ντυθώ, εφ’ όσον τα χέρια μου τα ένοιωθα άκαμπτα απ’ τους αγκώνες ως τα δάκτυλα, όπως ήταν υψωμένα), μου έβαλαν και τη λαμπάδα ανάμεσά τους και πήγαμε μαζί με τον άνδρα μου στις Καρυές όπου ελειτούργη ο πατήρ Ευθύμιος. Εκεί πήρα την πρώτη Θεία Κοινωνία και αμέσως κινήθηκαν τα χέρια μου. Έμενε να κοινωνήσω δύο ακόμη φορές μέχρι τα Χριστούγεννα, όπως με είχε διατάξει ο Άγιος Ραφαήλ. Η ημέρα μου πέρασε ήσυχη. Αισθανόμουν πολύ καλά τον εαυτό μου, αλλά σύμφωνα πάντα με την εντολή του Αγίου, δεν θέλησα να φάγω τίποτα εκτός από το πρωϊνό αντίδωρο. Πάντως ούτε και πείνα ένοιωθα. Νόμιζα ότι ήμουνα χορτάτη, ενώ οι δικοί μου έκπληκτοι με κύτταζαν και σταυροκοπιόντουσαν, διότι γνώριζαν πολύ καλά πως ήμουν τελείως νηστική.
Κυριακή 17 Δεκεμβρίου. Η ημέρα πέρασε ήσυχη.
Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου. Αρχίζει από σήμερα η εβδομάς των Χριστουγέννων. Σηκώθηκα χαρούμενη και δυνατή από το κρεββάτι μου και ετοιμάσθηκα να κατέβω στη Μυτιλήνη, για να κάνω πρόβα σε ένα καινούργιο παλτό που έρραβα. Πηγαίνοντας προς την πόρτα, είδα με έκπληξι ότι δεν άνοιγε. Όσο και αν προσπάθησα, εστάθη αδύνατο να την ανοίξω. Αντελήφθηκα τότε ότι κάποιο θαύμα του Αγίου θα ήταν και πήγα να θυμιάσω τα εικονίσματα και να προσευχηθώ. Την ώρα που προσευχόμουν άκουσα την φωνή του Αγίου: «Πήγαινε στη Μυτιλήνη, πάρε ένα ξύλινο σταυρουδάκι, και μια μαύρη κορδέλλα. Πήγαινε για μια ώρα μόνον. Μην αργήσης».
Η πόρτα τώρα άνοιξε με την ίδια όπως πάντα ευκολία και πήγα στη Μυτιλήνη. Πήρα το σταυρουδάκι και την κορδέλλα, και επέστρεψα γρήγορα στο σπίτι. Έκανα και την πρόβα μου, χωρίς όμως να νοιώθω καμμια χαρά και χωρίς να θελήσω να κυττάξω ούτε στον καθρέφτη, προς μεγάλην έκπληξι της μοδίστρας μου, η οποία γνώριζε πόσο πρόσεχα τα φορέματά μου, ώστε να είναι πάντοτε καλορραμμένα και κομψά. Δεν της έδωσα βεβαίως εξήγησι για την τωρινή μου στάσι, αλλά εγώ ένοιωθα μέσα μου μια αλλαγή. Έβλεπα ότι είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Τα λούσα και τα στολίδια που λάτρευα έως χθες, σήμερα μου προξενούσαν αηδίαν.
Όταν έφτασα στο σπίτι, κάρφωσα με μια παραμάνα το σταυρουδάκι για φυλακτό επάνω μου και κατ’ ευθείαν πήγα να προσευχηθώ. «Άγιε Ραφαήλ, είπα με βουρκωμένα μάτια, έγινε το θέλημά σου». Μα αμέσως η φωνή του Αγίου μού απαντά: «Όχι. Με την κορδέλλα στον λαιμό σου να το κρεμάσης». Διέκοψα τότε την προσευχή μου κλαίοντας συνεχώς από συγκίνησι και χαρά. Πέρασα το σταυρουδάκι στην μαύρη κορδέλλα, το κρέμασα στον λαιμό μου και σφίγγοντάς το με αγάπη ανέκφραστη στο στήθος μου, γονάτισα και πάλι μπροστά στο εικονοστάσι συνεχίζοντας την προσευχή μου. Βρισκόμουν πλέον σε έκστασι, όταν η φωνή του Αγίου Ραφαήλ μού είπε: «Αυτό είναι το πρώτο δώρο σου. Θα το φορής να πηγαίνης όπου θέλεις, χωρίς να φοβάσαι κανέναν. Με τον Παναγιώτη θα ζήσετε σαν αδέλφια. Ο Αποστόλης παραμέλησε το γράμμα σου. Δεν πειράζει. Θα το διαβάση στην εφημερίδα και θα στείλη πρώτος τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού μου. Πες στον Παναγιώτη να πάη στον Καψιμάλλη και να του είπη να δώση τα δένδρα αβίαστα και αθόρυβα και τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού. Πες στην Μυρσίνη Μουράκου να είπη στον Κώστα Βοστάνη εις μνήμην της αδελφής του να δώση τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού. Πες ακόμη και στην Ροδοθέα Κουσουνιά αυτό που έκανε για την Αγίαν Βαρβάρα να κάμη και για το Μοναστήρι μου και η ευλογία του Θεού θα είναι στο σπίτι της. (Η Ροδοθέα Κουσουνιά, όπως ύστερα πληροφορήθηκα, είχε κάνει μυστικόν έρανον στην Αμερική και έκανε μια ωραία μαρμάρινη σκάλα στο ναό της Αγ. Βαρβάρας. Όσο για τον Καψιμάλλη είναι ένας πλουσιώτατος άνθρωπος, ο οποίος δεν επιτρέπει να περάση μέσα από το κτήμα του ο δρόμος προς το Μοναστήρι, που εχάραξεν ο μηχανικός, για να μη του ξερριζώσουν 5 δένδρα, για τα οποία μάλιστα ζητά υπερβολικήν αποζημίωσιν) Πες και στην Χρυσομάλλη Βουρνάζου να δώση τον οβολόν της για το κτίσιμο του Μοναστηριού εις μνήμην του παιδιού της. Η ψυχή του παιδιού της ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ. Αυτά που σου λέγω θα γραφούν σε όλες τις εφημερίδες και θα στείλουν τον οβολόν τους για του κτίσιμο του Μοναστηριού. Θα κηρυχθούν και σε όλες τις εκκλησίες. Πες τέλος στον πατέρα Κωνσταντίνο αυτά που σου λέγω να τα μεταφέρη στον Μητροπολίτη και εκείνος ξεύρει πώς θα τα συντάξη. Και συ πήγαινε στον Μητροπολίτη πριν από τα Χριστούγεννα και πες αυτά που σου λέγω».
Σταμάτησεν η φωνή και εγώ γονατισμένη ακόμη έμενα βυθισμένη στην έκστασι που βρισκόμουν. Όταν σηκώθηκα ένοιωθα μεγάλη διαύγεια στο μυαλό μου και θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια τα λόγια του Αγίου. Όταν ήλθεν ο Παναγιώτης και η αδελφή μου, τους τα διηγήθηκα όλα λεπτομερώς και οι τρεις μαζί κλάψαμε ώρα πολλή από την συγκίνησι. Το βράδυ έλεγα στη μητέρα μου και στην αδελφή μου ότι απόψε πρέπει να κάνωμε μεγάλη προσευχή. Η δε αδελφή μου αυθόρμητα διετύπωσε την ευχή: «Ώ! ας ήταν δυνατόν να άκουγα και εγώ, Αικατερίνη, την φωνή του Αγίου την ώρα που σου μιλεί».
Ανεβήκαμε επάνω, κάναμε την προσευχή μας και κατεβήκαμε τη σκάλα, οπόταν η φωνή του Αγίου μας σταμάτησε: «Να γυρίσετε πίσω και να ψάλετε τους “Χαιρετισμούς της Παναγίας”. Αυτό σου το έδωσα διότι το ζήτησεν η αδελφή σου».
Πράγματι πλημμυρισμένες από την συγκίνησι γυρίσαμε πίσω και ψάλαμε τους χαιρετισμούς. Απορροφημένη δε εγώ καθώς ήμουν στην προσευχή, άκουσα και πάλι την φωνή του Αγίου: «Πάρε το μπουκαλάκι με το Αγίασμα και ράντισε την μητέρα σου, την αδελφή σου, το σπίτι σου και ό,τι έχεις δικό σου. Απόψε χαρά Κυρίου είναι στο σπίτι σας». Σηκώθηκα πράγματι αμίλητη και ράντισα το σπίτι μας. Όταν άνοιξα να ραντίσω και τη βεράντα, η φωνή του Αγίου μού είπε: «Τα 7 παλληκάρια που είδες είμεθα εμείς» (εννοούσε τους λοιπούς που μαρτύρησαν μαζί του).
Μετά από λίγο όταν ήλθε ο άνδρας μου με ρώτησε έκπληκτος: «Πώς έχεις όλο το σπίτι ανοικτό και φωτισμένο;»
– Απόψε χαρά Κυρίου στο σπίτι μας, απήντησα και ράντισα και κείνον.
Εν τω μεταξύ το φαναράκι, μέσα στο οποίον είχα το κανδήλι των Αγίων, άρχισε να τρέχη νερό από το τζάμι του. Δεν ήσαν οι συνηθισμένες σταγόνες που προκαλεί η θερμότητα, το κοινώς λεγόμενον ίδρωμα. Όχι, το τζάμι ξεχείλιζε από νερό. Εμείς το σκουπίζαμε με βαμβάκι, και κείνο πάλι γέμιζεν από νερό. Το περίεργον αυτό φαινόμενο μας δημιούργησεν ιδιαίτερη αίσθησι, χωρίς να μπορούμε και να το εξηγήσωμε με κανέναν φυσικό νόμο.
Τρίτη 19 Δεκεμβρίου. Την ώρα της πρωϊνής μου προσευχής άκουσα την φωνήν του Αγίου: «Σήμερα είσαι νύμφη Κυρίου. Αυτό είναι το δεύτερό σου δώρο. Ως μητέρα, όχι ως καλογρηά. Ξεύρεις τι θα πη νύμφη Κυρίου; Σημαίνει μια καλή χριστιανή, που να αγαπά τους συνανθρώπους της, να βοηθή τους πτωχούς, και να είναι ταπεινή σφόδρα».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας κατά την ώρα της προσευχής η αδελφή μου μού είπε: «Τι περίεργον αυτό το κανδήλι να τρέχη νερό».
– Θαύμα θα είναι, της απάντησα. Αλλά πριν προλάβω να τελειώσω ηκούσθη η φωνή του Αγίου: «Μην ολιγοπιστήτε! Μην ολιγοπιστήτε! Μην ολιγοπιστήτε! Αυτά είναι τα δάκρυά μου από το μαρτύριό μου».
Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου. Κατά τα ξημερώματα καθώς ήμουν βυθισμένη, χωρίς να κοιμάμαι, άκουσα την φωνή του Αγίου: «Τι προσευχή θα λέγης; “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. “Άγιος ο Θεός”. “Παναγιά Τριάς”. “Δόξα Πατρί”. “Πάτερ ημών”. “Την άχραντον εικόνα Σου”. “Σταυρός ο φύλαξ”. “Πιστεύω”. Και ό,τι άλλο ξεύρεις».
Δεν μπόρεσα από τότε να κλείσω μάτι έως το πρωΐ. Αργότερα είδα σε όραμα τον Άγιο Ραφαήλ να στέκεται στολισμένος με ολόχρυσα άμφια και να κρατά στο χέρι Του μια κούπα που είχα στο ντουλάπι μου, σαν να έκανε Αγιασμό. Τότε αυθόρμητα εγώ άρχισα να ψάλλω το «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου», και έπειτα, βυθισμένη στην οπτασία, ρώτησα: «Άγιε Ραφαήλ, να κάνω ένα Ευχέλαιο»; «Και ρωτάς; μου απάντησε. Σε αυτήν την κούπα, συνέχισε, θα κάμετε αγιασμό. Θα την βάλης έξω στο τραπεζάκι σου και όποιος έρχεται για πρώτη φορά θα ραντίζεται, θα ασπάζεται την εικόνα μου, θα φιλή το σταυρουδάκι σου και θα δίδη τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού μου. Θα δίδη ό,τι δύναται. Και συ θα γράφης με την ημερομηνίαν ό,τι προσφέρει ο κάθε Χριστιανός και θα τα φέρης τότε που θα κτίζεται το Μοναστήρι μου. Η υπόθεσις θα είναι μακροχρόνια. Ήλθα σε σένα, διότι είσαι εύπορη, και όλος ο κόσμος θα το πιστεύση και θα δώση πρόθυμα τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού».
Το πρωΐ της ιδίας ημέρας φωνάξαμε τον πατέρα Κωνσταντίνο και έκαμε Αγιασμό στην ιδία εκείνη κούπα, που ώρισεν ο Άγιος.
Το απόγευμα περί την 3 μ.μ. ήμουν καθισμένη στον καναπέ. Και ξαφνικά άκουσα την φωνή του Αγίου να μου λέγη: «Σε λίγη νάρκη έως ότου έλθη ο πάτηρ Κωνσταντίνος». Έγειρα πράγματι στον καναπέ και βυθίσθηκα σε νάρκη. Και τότε είδα τον Άγιο Ραφαήλ σε οπτασία να κρατά στο χέρι του ένα λευκό, λαμπερό στεφάνι και να το θέτη στο κεφάλι μου λέγοντας: «Αυτό είναι το τρίτο δώρο σου. Το φωτοστέφανο. Ως μητέρα, όχι ως καλογρηά. Ξεύρεις τι είναι το φωτοστέφανο αυτό; Το μανδήλι που θα δέσης στο κεφάλι. Ο πατήρ Κωνσταντίνος έρχεται. Ετοιμάσου». Το υπέροχο αυτό όραμα χάθηκε από τα μάτια μου και εγώ αισθανόμουν ακόμη τον εαυτόν μου βυθισμένον, πραγματικά ναρκωμένον. Ήταν αδύνατον να σηκωθώ. Σιγά-σιγά όμως συνήλθα, σηκώθηκα και στις 5.30΄ μ.μ. ήλθεν ο πατήρ Κωνσταντίνος και έκανε το Ευχέλαιο. Κατά δε την ώρα του Μυστηρίου παρουσιάσθη ένα λαμπερό φως, το οποίον είδαν και ο ιερεύς και η θεία μου που ήταν στο δωμάτιο.
Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου. Ξημερώματα. Βρισκόμουν ακόμη στο κρεββάτι όταν άκουσα την φωνή του Αγίου να λέγη: «Πες στον πατέρα Κωνσταντίνο: Εδέχθη με χαρά τα λόγια μου διά τούτο θα έχη την ευλογίαν του Θεού».
Το πρωΐ πήγα στην εκκλησία, πήρα τη δεύτερη Θεία Κοινωνία και γύρισα στο σπίτι μου. Έξω από το σπίτι, καθώς ο δρόμος είναι πολύ περαστικός συνήντησα πολλές γυναίκες που έφευγαν για τις εληές. Όταν φίλησαν το σταυρουδάκι μου όλες είπαν: «Μια ωραία ευωδία έρχεται, Αικατερίνη». Ο σύζυγός μου την απέδωσε στο λιβάνι.
Η Αικατερίνη Λύτρα με την νέαν σεμνήν περιβολήν της
μετά την ψυχικήν ανακαίνισίν της.
Μόλις μπήκαμε στο σπίτι η φωνή του Αγίου σιγανή αλλά ολοκάθαρη μου ψιθύρισε: «Πες στον Παναγιώτη, ότι η ευωδία είναι δική μου». Έπειτα από λίγο ανέβηκα να θυμιάσω το εικονοστάσι και να προσευχηθώ. Η προσευχή είχε γίνει πλέον η χαρά της ζωής μου, το παν δι’ εμέ. Μόνον όταν γονάτιζα εμπρός από τις εικόνες και άφηνα την σκέψι μου να προσηλωθή ολοκληρωτικά στον Θεόν, την Παναγία και τους Αγίους, μόνον τότε ένοιωθα τον εαυτόν μου απέραντα ευτυχισμένον. Μόνον τότε ένοιωθα ότι ζούσα, και ότι η ζωή έχει αξία και νόημα μόνον όταν κανείς ακολουθεί τον δρόμο του Θεού, τον δρόμο που χαρίζει την αληθινή χαρά. Γι’ αυτό και απέραντη ένοιωθα την ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Ραφαήλ, ο οποίος θαυματουργικώς με έφερε στον δρόμο αυτό της χάριτος, τον δρόμο που μόνον όσοι τον ακολουθούν νοιώθουν την ανέκφραστη αλλά και ασύγκριτη ομορφιά του. Ώ! πόσον ανεξερεύνητες, αλήθεια, είναι οι βουλές του Κυρίου! Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, όταν όλο μου το είναι είχεν απορροφηθή από την προσευχήν άκουσα και πάλι την φωνήν του Αγίου. «Ετοίμασε το σπίτι σου. Θα έλθη πολύς κόσμος. Θα σου έρχωνται γράμματα από το εξωτερικό και θα στέλλουν τον οβολόν τους για το κτίσιμο του Μοναστηριού».
Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου. Και πάλι βρισκόμουν στο κρεββάτι μισοκοιμισμένη, όταν άκουσα την φωνή του Αγίου: «Αικατερίνη το μανδήλι το έβαλες στο κεφάλι. Τώρα τι φόρεμα θα φορέσης; Ο πατήρ Κωνσταντίνος θα σε οδηγήση σχετικώς. Τα χρώματα τα οποία θα φορής θα είναι μαύρο, καφέ και θαλασσί». Πράγματι ο πατήρ Κωνσταντίνος μού υπέδειξε να φορέσω το ένδυμα της Μοναχής.
Εν τω μεταξύ, κυττάζοντας σήμερα το κανδήλι, προσέξαμε όλοι, ότι το νερό που συνεχώς έσταζε από τα τζάμια, στο φαναράκι, είχε παύσει εντελώς να τρέχη. Στην σημερινή πρωϊνή προσευχή μου έψαλα γονατιστή τις προσευχές που μου είχεν υποδείξει ο Άγιος και ό,τι άλλο ήξευρα. Απορροφημένη δε από την προσευχή ήλθα σε έκστασι και ξαφνικά η φωνή του Αγίου –η τόσο γνώριμη και προσφιλής δι’ εμέ πλέον φωνή– μου έλεγε: «Σήμερα τα δάκρυά μου τελείωσαν, διότι αρχίζει ημέρα χαράς, η Γέννησις του Χριστού. Τώρα θα κλάψης εσύ. Θα πονέσης, θα ιδρώσης, θα κουρασθής. Κλάψε, κλάψε, κλάψε, διότι αποχωρίζεσαι τον άνδρα σου, την μητέρα σου, τα αδέλφια σου, τα πάντα… Στην προσευχή σου θα λέγης: “Την δέησίν μου δέξαι την πενιχράν, και κλαυθμόν μη παρίδης” κ.λπ. Φόρεσε τα αμόλυντα ρούχα σου και τα άλλα να τα μοιράσης στους πτωχούς». Ακούοντας αυτά μου ήλθε μία ασυγκράτητη συγκίνησις και άρχισα να κλαίω, όσον ποτέ άλλοτε και να πονώ, σαν να έβγαινε η ψυχή μου. Η φωνή του Αγίου εξηκολούθησε: «Ταπείνωσι σφόδρα, Αικατερίνη. Προσέξετε χριστιανοί, μη μείνετε έξω του νυμφώνος. Φυλάξου από τους πονηρούς και κακούς ανθρώπους».
Ο Άγιος μιλούσε και εγώ εσπάραζα από το κλάμα. Νόμιζα ότι ήμουν στα τελευταία μου. Αφού έκλαψα επί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ένοιωσα έπειτα μια ανακούφισι και μια απερίγραπτη πνευματική αγαλλίασι και χαρά. Και την στιγμήν εκείνη σε έκστασι ωραματίσθηκα την εικόνα του Χριστού στη θεία Μεταμόρφωσι και η φωνή του Κυρίου, σαν να προήρχετο από άλλους κόσμους, μου είπε: «Πέσε υπτία σαν τους μαθητάς Μου. Αύριον έρχεσαι προς Με». Ας σημειωθή ότι την ίδια αμέσως ημέρα μού ετοίμασαν το ένδυμα της Μοναχής, όπως μου υπέδειξεν ο πατήρ Κωνσταντίνος.
Σάββατον 23 Δεκεμβρίου. Το πρωΐ ξύπνησα από μια λάμψι και άκουσα την φωνή του Αγίου να λέγη: «Μην εγγίσης τα παλιά σου ρούχα». Γύρισα τότε και είδα στην ντουλάπα τα ωραία, μοντέρνα φορέματά μου και τα λαμπρά μου κοσμήματα. Και τι περίεργον! Δεν ένοιωσα καμμιά λύπη επειδή θα τα εγκατέλειπα. Αντιθέτως ταλάνισα τον εαυτόν μου για την πλάνη στην οποία βρισκόμουν τόσα και τόσα χρόνια. Φόρεσα έπειτα με χαρά το νέο σεμνό μου φόρεμα και πήγα να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων. Σήμερα ήταν η τρίτη Θεία Κοινωνία και έκλεινε ο κύκλος, τον οποίον ο Άγιος Ραφαήλ μού είχεν ορίσει.
Μετά την θείαν λειτουργίαν πήγα μαζί με τον Παναγιώτη στην ιερά Μητρόπολι και διηγήθηκα στον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην μας κ.κ. Ιάκωβον, τα όσα εις εμέ συνέβαιναν.
Από την ημέρα αυτήν πολλοί ευσεβείς χριστιανοί άρχισαν να έρχωνται στο σπίτι μου, ακούν με συγκίνησι τα περί του Αγίου Ραφαήλ και δίδουν τον οβολόν τους για το κτίσιμο της Μονής. Έκτοτε πάλι λαμβάνω πολλές επιστολές από όλην την Ελλάδα και από το εξωτερικόν, όπως από την Αμερική, Αυστραλία, Καναδά κ.ά. Όλοι ζητούν λεπτομέρειες για τις εμφανίσεις του Αγίου και υπόσχονται ότι θα στείλουν χρήματα για την ανασύστασι της ιεράς Μονής. Έτσι τα λόγια του Αγίου Ραφαήλ επαληθεύθησαν.
Το φως πολλές φορές λάμπει στο δωμάτιο, που έχω την εικόνα των Αγίων και το έχουν δη πάρα πολλοί. Μάλιστα πολλοί που αμφέβαλλαν, πίστευσαν. Εξεπλάγησαν δε οι ολιγόπιστοι, βλέποντας την νέαν μου ζωήν και απεστομώθησαν, διότι αρχικώς είχαν την γνώμην, ότι ήμουν άρρωστη και νευρασθενής και ότι υπό την επήρειαν της ασθενείας έλεγα τα όσα ανωτέρω εξετέθησαν.
Δώδεκα εν συνόλω ημέρες έμεινα τελείως νηστική, τρώγοντας καθημερινώς μόνον ένα αντίδωρον και παρά ταύτα ούτε ποτέ επείνασα, ούτε κατάπτωσιν ένοιωσα. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Άγιος μου επέτρεψε για πρώτη φορά να φάγω λίγο. Από τότε δε άρχισα την κανονικήν εν Χριστώ νέαν ζωήν μου και αισθάνομαι απόλυτα ευτυχισμένη.
Παρέλειψα να πω ότι κατά την ημέραν των Χριστουγέννων, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία, στην ώρα της θείας λειτουργίας άκουσα την φωνήν του Αγίου να λέγη: «Αικατερίνη, εδέχθης με χαρά τα λόγια μου. Ό,τι ζητήσης θα σου το δώσω. Τα παιδιά σου θα τα φέρω κοντά σου». Το ένα παιδί μου σήμερα βρίσκεται εις το Γιοχάνεσμπουργκ και το άλλο είναι στρατιώτης.
Τα όσα ανωτέρω εξετέθησαν αφορούν την ταπεινήν μου ψυχήν και δείχνουν τις θαυμαστές επιδράσεις της Χάριτος του Θεού και του Αγίου Ιερομάρτυρος Ραφαήλ, με τις οποίες ανεκαινίσθη και μετεμορφώθη ο εσωτερικός μου κόσμος, ώστε να καταστώ εγώ η αμαρτωλή όργανον στην υπηρεσίαν του Αγίου και των αποκαλύψεών Του. Γι’ αυτό κατά το πρώτον αυτό στάδιον οι εμφανίσεις του Αγίου Ραφαήλ υπήρξαν πυκνές και σχεδόν συνεχείς μάλιστα δε κατά τις 12 ημέρες του καθαρμού μου.
Έκτοτε οι εμφανίσεις, οι οπτασίες και οι αποκαλύψεις συνεχίζονται ακόμη, αλλά όχι βέβαια τόσο πυκνές. Εις όσα ακολουθούν θα δη ο αγαπητός αναγνώστης αυτές πλέον τις μετά την κάθαρσί μου εμφανίσεις και αποκαλύψεις, ώστε από κοινού να δοξάσωμεν το Άγιον και Υπερύμνητον Όνομα του Κυρίου και να ευλαβηθούμεν τον νεοφανέντα Μεγαλομάρτυρα Ραφαήλ και τους συν Αυτώ αθλήσαντας.
Ήταν απόγευμα της 23 Μαρτίου 1962 ημέρα Παρασκευή. Στην Εκκλησία εψάλλετο η Β΄ στάσις των «Χαιρετισμών της Παναγίας». Προσευχόμουν μέσα στο δωμάτιο της οικίας μου όπου έχομε την εικόνα του Αγίου. Εκεί δίπλα στο εικονοστάσι υπάρχει πάντοτε ένα δοχείο πλαστικό, που περιέχει αγίασμα από το Μοναστήρι του Αγίου. Την ώρα που προσευχόμουν είδα σαν να άνοιξε όλο το επάνω μέρος του δοχείου και απο εκεί βγήκαν δύο γυναίκες σε φυσικό μέγεθος και στάθηκαν εμπρός μου. Η μία φορούσε θαλασσιά, ήταν υψηλή και λεπτή στο σώμα και στα χαρακτηριστικά. Το όνομά της ήταν Πελαγία, όπως προσεπάθησε να μου πη. Η άλλη ήταν καλόγρια. Ήταν η Παναγία. Αμέσως εγώ ρώτησα: «Ποια Παναγία είσαι;» (δηλ. η Γλυκοφιλούσα, ή της Τήνου κ.λπ.). Και Εκείνη μου απαντά:
«Μία είναι η Παναγία, ένας ο Χριστός, ένας ο Θεός. Πρόσεξε, Αικατερίνη, οι αμαρτίες σου αφέθησαν. Πρόσεχε τώρα. Έργα καλά, νηστεία και προσευχή. Φυλάξου από πονηρούς και κακούς ανθρώπους. Στην προσευχή σου να λέγης: Ελέησόν με ο Θεός. Ελέησόν με ο Θεός. Ελέησόν με ο Θεός. Το όνειρο (Δεν μου εξήγησε ποιο όνειρο) θα το δη η Μαρία του Δούκα. Το τάμα σου θα το κάνης το 1965» (Από τότε που ο άνδρας μου έπασχε από το στομάχι του, είχα τάμα στην Παναγία να δεκαπεντίσω στην Τήνο).
Μετά από λίγες ημέρες την 27 Μαρτίου 1962, κατά την ώρα της προσευχής ήλθα σε έκστασι. Μου εφάνη ότι βρέθηκα στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ επάνω ακριβώς από το Αγίασμα. Εκεί μέσα σε έναν κύκλο μεγάλο, σε μέγεθος αλωνιού, που ήταν μάλιστα πολύ λαμπερός και φωτεινός, εστέκοντο όρθιοι ο Άγιος Ραφαήλ και ο Άγιος Νικόλαος, και φορούσαν τα εκκλησιαστικά των άμφια. Ο μεν Άγιος Ραφαήλ εκράτει χρυσή σκαπάνη, ο δε Άγιος Νικόλαος χρυσό φτυάρι, απ’ έξω δε από τον φωτεινό κύκλο καθόντουσαν νωχελώς ξαπλωμένοι διάφοροι εργάτες. Δείχνοντας λοιπόν ο Άγιος αυτούς τους εργάτες μού έλεγε: «Από την απιστία τους θα με καταντήσουν εργάτην. Ο καιρός έφθασε. Τι περιμένετε; Τι περιμένετε;» Και με τα λόγια αυτά άρχισε να σκάβη με την σκαπάνη που είχε στα χέρια του. Βλέπουσα δε εγώ τον Άγιον να σκάβη άρχισα να κλαίω και με δάκρυα να τον παρακαλώ να μη σκάβη Εκείνος, αλλά να πη εις εμέ τι πρέπει να πράξω. Μου είπε δε: «Το έργον που ανέλαβες Αικατερίνη είναι άγιο». Ξαφνικά τότε εχάθη η σκαπάνη από τα χέρια Του, κρατούσε δε τώρα ένα στενόμακρο κουτί και πλησιάζοντάς με μου είπε: «Αικατερίνη, αυτό είναι δικό σου. Αύριο θα σου πω». Εγώ το πήρα και Τον ευχαρίστησα.
Την επομένην 28 Μαρτίου 1962 ημέραν Τετάρτην, ήμουνα στον Ναό της Αγίας Βαρβάρας και παρακολουθούσα την Προηγιασμένη. Εκεί ένοιωσα την φωνή του Αγίου να λέη: «Πες στον Παναγιώτη και στον πατέρα Κωνσταντίνο να πάνε την Παρασκευή στον Μητροπολίτην και να συζητήσουν για τον έργον (το κτίσιμο δηλαδή του Μοναστηριού). Το έργον θα αρχίση με γοργόν ρυθμόν. Πρόσεξε Αικατερίνη, ό,τι σου λέγω να το πης διότι αλλοιώς θα μείνης άφωνη. Ο Αποστόλης θα βάλη πρώτος τον οβολόν του για το κτίσιμο του Μοναστηριού, κατόπιν οι τέσσαρες που σου υπέδειξα (Βλέπε παραπάνω, 18 Δεκεμβρίου -1961-) και τέλος να γίνη ο γενικός έρανος».
Ύστερα πάλι από λίγες ημέρες, την 10 Απριλίου 1962 κατά την ώρα της προσευχής ωραματίσθηκα τον Άγιο, ο οποίος μου είπε: «Τα βιβλία έρχονται. Τρέξατε όλοι μαζί να σηκώσετε την Ελληνική σημαία στο Μοναστήρι μου. Αικατερίνη, όλες οι μητέρες κλαίνε για τα παιδιά τους. Και η δική μου μητέρα έκλαψε για το μονάκριβό της παιδί, τον Ραφαήλ, που έφυγε πολύ μικρός από κοντά της. Τώρα όμως που βρίσκεται στους ουρανούς αγάλλεται για τον υιόν της. Αικατερίνη, κάθε Τετάρτη να κάνης αγρυπνία για μένα. Από τώρα θα αρχίσουν τα αξιοθαύμαστα».
Την 18 Απριλίου 1962 ωραματίσθηκα ότι ο Άγιος Ραφαήλ και ο διάκονος Νικόλαος ευρίσκοντο στο Μοναστήρι των Καρυών και περιποιούντο το εσωτερικόν του Ναού. Η αμφίεσίς των ήταν καλογερική, εις το κεφάλι δε έφεραν ομοίως καλογερικό σκούφο, χρώματος σκούρο καφέ. Εν συνεχεία είδα τον Άγιο Ραφαήλ, τον Νικόλαον και την μικρή Ειρήνη στο μέσον του Ναού να στέκωνται περιτριγυρισμένοι από πλήθος βιβλίων. Δεν ήξευρα πού να αποδώσω αυτή την εικόνα. Εξήγησα όμως αυτήν όταν μετ’ ολίγον ελήφθησαν τα πρώτα βιβλιαράκια (Πρόκειται περί του βιβλίου «Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ» της Αικατερίνης Λύτρα. Επιμελεία Φωτίου Ν. Κόντογλου. Εκδ. Οίκος «Αστήρ». Αθήναι 1962) που έφεραν στις πρώτες σελίδες την ίδια ακριβώς εικόνα των Αγίων, όπως την ωραματίσθηκα. Μετά ταύτα ο Άγιος Ραφαήλ μού είπε: «Αικατερίνη, την ώρα που θα σκάβουν θα βρεθή ένα κουτί, λίγο παληό, και θα παραδοθή σε σένα». «Πώς θα πω ότι είναι δικό μου, για να μου το δώσουν;» τόλμησα και είπα. Και τότε με συνεκλόνισε μία δύναμις, τόσον ώστε όλο μου το σώμα μούδιασε. Και ο Άγιος είπε: «Όποιος θελήση να το εγγίση θα τιμωρηθή αυστηρώς».
24 Απριλίου 1962. Μ. Τρίτη. Είχαμε ανέβει στις Καρυές με την πρεσβυτέρα του πατέρα Κωνσταντίνου και άλλες γνωστές γυναίκες για να προσευχηθούμε. Ενώ ήμουν εκεί γονατισμένη σε προσευχή είδα την Αγία Ειρήνη, μια μικρή ξανθιά κόρη με καταγάλανα μάτια, να με πιάνη από την μέση και να μου λέγη: «Θεία Αικατερίνη, σε αγαπώ σαν τη μητέρα μου. Κοντά μου πήρα και το παιδί σου (τότε παρουσιάσθη εμπρός μου ένα μικρό αγγελουδάκι, στην μορφή του οποίου ανεγνώρισα το κοριτσάκι μου που προ πολλών ετών είχε πεθάνει σε ηλικία 9 μηνών). Θυμιάσε, μου είπε η Αγία Ειρήνη, τρεις φορές το κασελάκι μου και τρεις φορές γύρω την Εκκλησία». Κλαίουσα δε από την συγκίνησί μου, όταν συνήλθα, διηγήθηκα στην πρεσβυτέρα και στις άλλες όλα όσα είδα.
27 Απριλίου 1962. Μ. Παρασκευή. Όταν το πρωΐ επέστρεψα από την Εκκλησία και προσευχόμουν μπροστά από την εικόνα του Αγίου, Εκείνος μου είπε: «Αικατερίνη, είσαι ευλογημένη από τον Κύριον Ιησούν Χριστόν από την ώρα που σου είπε: Πέσε υπτία σαν τους Μαθητάς μου. Αύριον έρχεσαι προς Με. Θέλεις και επιθυμείς Αικατερίνη να έλθης εις τους Ουρανούς; Δεν είναι όμως καιρός ακόμη. Η ζωή σου θα είναι μακροχρόνια. Σε διάλεξα νέα για να εργασθής και στο σπίτι σου και σε Μένα. Θέλω το Μοναστήρι μου να κτισθή μεγαλοπρεπώς.
Μ. Παρασκευή βράδυ. Ήμουν στον Ναό της Αγ. Βαρβάρας. Την ώρα που εψάλλλοντο τα εγκώμια άκουσα πάλι την φωνήν του Αγίου να λέγη: «Αικατερίνη, αυτό το βιβλίο που διάβασες είναι αληθινό. Την Μεγάλην εκείνην Πέμπτην του έτους 1463 έκανα την τελευταία μου λειτουργία. Από εκείνην την ώρα βρέθηκα στα χέρια των απίστων. Αικατερίνη, το μυαλό σου και η σκέψις σου είμαι εγώ». Η Ακολουθία τελείωσε. Όταν δε έφθασα στο σπίτι είδα το ακόλουθο όραμα:
Μου εφαίνετο ότι βρέθηκα στο Μοναστήρι των Καρυών της τότε εποχής. Ήταν περιτριγυρισμένο με υψηλά τείχη, από έξω δε και γύρω στα τείχη είχαν σκαρφαλώσει μερικοί αγριάνθρωποι, Τούρκοι Τσέτηδες (δηλ. αντάρτες), υψηλόσωμοι, με σαρίκια στο κεφάλι τους, με σταυρωτά φυσίγγια στο στήθος, ζωσμένοι δε με γιαταγάνια και διάφορα μαχαίρια, των οποίων οι λαβές εξείχαν πολύ πάνω από τα ζωνάρια τους και τέλος με κοντά σαλβάρια (= πανταλόνια) και τουσλούκια (δηλ. γκέττες) στα πόδια. Συγχρόνως στρέφουσα το βλέμμα μου στην παραλία της Θερμής είδα να είναι γεμάτη από πλοιάρια αποβατικά, από τα οποία έβγαιναν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι συντασσόμενοι κατά τετράδες βάδιζαν προς το χωριό Θερμή.
Εντός ολίγου σχετικώς χρόνου το βουνό των Καρυών γέμισεν από τον στρατόν αυτόν, ο οποίος με φωνές και ιαχές πλησίαζε στο Μοναστήρι. Μόλις έφθασαν εκεί κατέλαβαν χωρίς αντίστασι το Μοναστήρι και στάθηκαν στο προαύλιο. Η πρώτη τους ενέργεια ήταν ότι κατέβασαν το Ελληνικό λάβαρο, το οποίο κυμάτιζε ψηλά, το έσχισαν και το έκαναν κομμάτια. Ακολούθως ώρμησαν μέσα στην εκκλησία και άρχισαν και εκεί την καταστροφή. Τίποτα δεν άφησαν όρθιο.
Ο Άγιος Ραφαήλ στεκόταν μπροστά από την Ωραία Πύλη ατάραχος και ήρεμος, με βλέμμα βουρκωμένο και στραμμένο ψηλά. Ο διάκονος Νικόλαος παρέστεκε πλησίον του εξ ίσου ήρεμος και ατάραχος. Οι Τούρκοι τότε οργισθέντες από την απάθειάν των, άρπαξαν τον Άγιον Ραφαήλ από τα μαλλιά, τον έρριξαν κάτω και άρχισαν να τον κτυπούν με λύσσα και να τον βασανίζουν, έως ότου στο τέλος του έκοψαν τη γλώσσα. Άλλοι βασάνιζαν εκ παραλλήλου τον διάκονον Νικόλαον. Και στο τέλος έβαλαν φωτιά στο Μοναστήρι και χάθηκαν όλοι μέσα στις φλόγες.
Την στιγμήν εκείνη άκουσα μια φωνή, που δεν μπορούσα να αντιληφθώ από πού προερχόταν, και έλεγε: «Ακίνδυνε, Ακίνδυνε, Ακίνδυνε!». Και συγχρόνως είδα κάποιον να φεύγη τρομαγμένος προς τον λόφον, που βρίσκεται δυτικά και επάνω από το Μοναστήρι, και να χάνεται τρυπώνοντας σε μια σπηλιά. Απ’ εκεί κάθε λίγο πρόβαλλε στο άνοιγμα της σπηλιάς, έβλεπε με απελπισία το καιόμενο Μοναστήρι, εφαίνετο σαν να ήθελε να τρέξη έως εκεί μήπως και περισώση κάτι, αλλά τελικά δεν απεφάσιζε και κρυβόταν πάλι στη σπηλιά.
Όταν συνήλθα από την οπτασία ήμουν τόσο ταραγμένη από το φρικτό θέαμα, ώστε συνεχώς έκλαιγα.
28 Απριλίου 1962. Μ. Σάββατον. Γενικά περάσα ήρεμα.
29 Απριλίου 1962. Κυριακή του Πάσχα. Ήμουν στην Εκκλησία, όταν και πάλιν ωραματίσθηκα το Μοναστήρι τελείως κατεστραμμένο. Είχε μεταβληθή όλο σε ένα σωρό από στάκτες, ενώ από τα ερείπια έβγαινε ακόμη καπνός.
Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, όταν γύρισα στο σπίτι μας βυθίσθηκα σε θερμή προσευχή. Και τότε η φωνή του Αγίου μού είπε: «Αικατερίνη, θα σου δείξω τα βασανιστήριά μου για να τα διηγήσαι στον κόσμο με περισσότερο θάρρος. Η ιστορία μου θα γραφή από το δικό σου στόμα σε καινούργιο βιβλίο». Σημειωτέον ότι από τα μάτια του Αγίου έτρεχαν δάκρυα, σαν εκείνα που έτρεχαν από το φαναράκι της κανδήλας μου κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Ο Άγιος συνέχισε:
«Η Παναγία θα βρεθή. Θέλει προσευχή. Θα προσευχηθήτε και θα κουρασθήτε. Οι εικόνες της Μύρτας βρέθηκαν μέσα στα ερείπια του Μοναστηριού από μια ηλικιωμένη γυναίκα της παλαιάς εποχής». (Υπάρχει παράδοσις ότι μέσα στα ερείπια του Μοναστηριού βρέθηκαν δύο εικόνες από μια ηλικιωμένη γυναίκα της εποχής και από γενεά σε γενεά έφθασαν στα χέρια της Μύρτας Αμανίτου. Η Μύρτα Αμανίτου, κάτοικος Θερμής, έχει πράγματι υπό την κατοχήν της δύο πολύ παληές εικόνες, εκ των οποίων η μεν μία είναι μισοκαμμένη, ώστε να μη μπορή κανείς να διακρίνη σε ποιον Άγιον ανήκει, η δε άλλη όχι μόνον είναι άδηλον τι παριστάνει, αλλά είναι και στο μέσον κομμένη. Μετά τις αποκαλύψεις και τις ανασκαφές που έγιναν στις Καρυές η Μύρτα μια μέρα μου είπε ότι πιστεύει πως οι εικόνες της πρέπει να συνδέωνται με το πυρποληθέν Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ και με παρεκάλεσε να ζητήσω από τον Άγιον να μας φανερώση κάτι σχετικό με τις εικόνες. Εδώ λοιπόν ο Άγιος βεβαιώνει ότι πράγματι οι εικόνες βρέθηκαν στο Μοναστήρι των Καρυών και από χέρι σε χέρι έφθασαν σήμερα στη Μύρτα)
30 Απριλίου 1962. Παρακολουθούσα την θεία λειτουργία στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου των Παμφύλων. Εκεί κάποια στιγμή άκουσα πάλι την φωνήν του Αγίου: «Αικατερίνη, δεν θα σου επέτρεπα να βγης σήμερα από το σπίτι σου, αλλά για την χάρι του Αγίου Γεωργίου σε άφησα να έλθης στην εκκλησία. Διότι ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας πολυβασανισμένος Μάρτυς. Αικατερίνη σήμερα δεν έχω τα μάτια μου για να κλάψω. Κλαίει η καρδιά μου». Εν τω μεταξύ βλέπω τον Άγιον Ραφαήλ, γονατιστό, χωρίς μάτια να βρίσκεται στο μέσον του ναού και με υψωμένα τα χέρια να προσεύχεται.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας είδα την συνέχεια του μαρτυρίου του Αγίου. Είδα τον Άγιον Ραφαήλ, πληγωμένον και καταματωμένον, να τον σύρουν οι Τούρκοι στη γη και να τον τραβούν από τα μαλλιά. Εκ παραλλήλου είδα να έχουν δέσει τον Άγιον Νικόλαον στον κορμόν ενός πλατάνου και να τον μαστιγώνουν βάναυσα. Σε μια στιγμή, μάλιστα έγειρε επί τέλους την κεφαλήν του και παρέδωσε την αγίαν ψυχήν του. Εξ άλλου την μικρήν παρθένον Ειρήνη την κρατούσε ένας Τούρκος από τα μαλλιά και την στριφογύριζε στον αέρα. Μετά από λίγο της έκοψαν το ένα της χέρι και το παιδάκι έκλαιγε σπαρακτικά.
Στον Άγιον Ραφαήλ έκαμαν και άλλα φρικιαστικά βασανιστήρια. Στο τέλος, όταν ήταν σχεδόν αναίσθητος, τον ξάπλωσαν κάτω, έβαλαν το κεφάλι του πάνω σε μια τετράγωνη εικόνα και αφού με ένα πριόνι τον πριόνισαν λίγο, ύστερα με ένα παράξενο τσεκούρι, κτύπησαν τρεις φορές πάνω από το στόμα Του και τότε απεχωρίσθη η αγία κεφαλή του από το πολυβασανισμένο μαρτυρικό σώμα του.
Το σώμα τότε άρχισε να σπαρταράη, ενώ οι Τούρκοι καθόντουσαν ολόγυρα και γελούσαν με το θέαμα. Τότε ο Άγιος μου είπε: «Αικατερίνη, επειδή η ψυχή σου λυπήθηκε πολύ δε θα σου δείξω άλλα βασανιστήρια».
Όλα αυτά, είπεν ο Άγιος, έγιναν από την Μεγάλη Πέμπτη έως την νύκτα της Λαμπροδευτέρας ξημέρωμα προς την Λαμπροτρίτην, ήτοι στις 9 Απριλίου 1463.
Ήταν η 21η Μαΐου 1962. Από το πρωΐ, όταν σηκώθηκα, είχα μεγάλη χαρά. Κατά την ώρα της προσευχής μου η φωνή του Αγίου μού είπε: «Σήμερα θα μείνεις άφωνη». Παρά ταύτα εγώ ετοιμάσθηκα και πήγα στην εκκλησία. Ήταν η εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μπορούσα ακόμη να μιλώ. Περί το μέσον της θείας λειτουργίας μία εξωτερική δύναμις συνετάραξε όλο μου το σώμα και συγχρόνως η χαρά πλημμύριζε την ψυχήν μου. Τότε η φωνή του Αγίου είπε: «Να μην ανησυχήσης. Θα μείνης επί τρεις ημέρες άφωνη και την τρίτη ημέρα θα μιλήσης. Θα λειτουργήσετε τότε στον τόπο του μαρτυρίου μου. Θα γίνη μεγάλη λειτουργία. Θα ειδοποιήσετε να έλθη όλος ο κόσμος. Η φωνή σου θα επανέλθη την ώρα που θα κοινωνήσης. Τότε θα πης τρεις φορές το “Χριστός Ανέστη”, έπειτα το “Την Άχραντον Εικόνα σου”, ακολούθως το “Θεοτόκε Παρθένε” και τέλος το “Εν Λέσβω αθλήσαντες”.»
Πράγματι από εκείνην την ώρα έχασα την φωνήν μου και ό,τι ήθελα να πω το έγραφα στο χαρτί. Ο Παναγιώτης πολύ ανησύχησε, μολονότι του είχα δηλώσει σαφώς ότι θα αποκατασταθή η φωνή μου την Τετάρτη. Κατά το παρελθόν μού είχε πη ο Άγιος ότι εάν δεν αρχίσουν με γοργό ρυθμό το χτίσιμο της εκκλησίας θα έμενα άφωνη. Εγώ, για να κάμω το χρέος μου, το είπα όπου έπρεπε. Κανείς όμως δεν είχε πιστέψει στα λόγια μου. Ήλθεν όμως τώρα η αφωνία μου να τονώση την πίστι και να αρχίση το έργον. Από την ίδια αμέσως στιγμή το γεγονός της αφωνίας μου διεδόθη αστραπιαίως παντού και πολλοί άρχισαν να συρρέουν στο σπίτι μου, για να πιστοποιήσουν το γεγονός.
Την επομένην, 22αν Μαΐου, ειδοποιήσαμε τον Σεβ/τον Μητροπολίτην Μυτιλήνης κ. Ιάκωβον, ο οποίος και έστειλε στο σπίτι μας τον Πρωτοσύγκελλό του για να εξετάση και αναφέρη σχετικά. Αυτός όταν ήλθε μου υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις, πώς δηλαδή έμεινα άφωνη και για ποιο σκοπό. Εγώ απήντησα γραπτώς πως ό,τι συνέβη έχει σκοπό να ωθήση τους αρμοδίους να αρχίσουν με γοργό ρυθμό την ανοικοδόμησι του Μοναστηριού. Σαν πρώτη δε ενέργεια εζήτησα να ανοίξουν τον δρόμο από την Θερμή μέχρι τις Καρυές.
Μετά ταύτα κατά τις 9 το βράδυ έδωσα γραπτώς στον σύζυγό μου Παναγιώτη την ακόλουθη παραγγελία: «Να ειδοποιηθή ο Μητροπολίτης, ότι αύριον ημέρα Τετάρτην 23ην Μαΐου πρέπει να παρίσταται στην θεία λειτουργία για να διαπιστώση ότι είμαι άφωνη».
Πράγματι ο Παναγιώτης την ίδια στιγμή πήρε στο τηλέφωνο τον Σεβασιμώτατο και του διεβίβασε την παραγγελία. Εκείνος όμως του απήντησεν ότι δυσκολεύεται να παρευρεθή, διότι την ημέρα εκείνη είχε φιλοξενουμένους δύο Μητροπολίτας ήτοι τον Ρόδου κ.κ. Σπυρίδωνα και τον Καρπάθου κ.κ. Απόστολον. Ο Παναγιώτης απήντησεν εις τον Σεβασμιώτατον ότι είχε χρέος να του διαβιβάση την εντολήν του Αγίου. Άφησε δε τον Μητροπολίτην να πράξη κατά την κρίσιν Του.
Το πρωΐ της 23ης Μαΐου πήγαμε στις Καρυές και εκεί συναντήσαμε τον πατέρα Ευθύμιο. Η θεία λειτουργία έγινε στο ύπαιθρο και ακριβώς επάνω από τον τάφο του Αγίου Ραφαήλ. Περί τα μέσα της λειτουργίας κατέφθασεν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης με τους δύο άλλους Αρχιερείς. Αυτοί ήλθαν κοντά μας και ρωτούσαν τον Παναγιώτη πώς συνέβη η αφωνία μου και εκείνος τους διηγήθηκε όλα τα διατρέξαντα.
Η λειτουργία είχε αρκετά προχωρήσει. Λίγο πριν μεταλάβω η φωνή του Αγίου μού είπε: «Πήγαινε στον τάφο μου, στους τάφους του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ειρήνης και στο Αγίασμα. Εν συνεχεία θα κάμης τρεις μετάνοιες στην μητέρα σου και στον πατέρα σου και θα φιλήσης το χέρι του Παναγιώτη και των τριών Μητροπολιτών». Αυτό και έγινε. Ακολούθως πλησίασα για να λάβω την θεία Κοινωνία, εκεί δε κατά σύστασιν του Μητροπολίτου Μυτιλήνης έμεινα γονατιστή. Την στιγμή εκείνη, στρέφουσα τα μάτια μου προς τον ουρανόν είδα να σχίζεται ο ουρανός και από το μέσον του σχίσματος να κατεβαίνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός περιστοιχούμενος δεξιά και αριστερά από τους Αγίους Του με φωτοστέφανο. Κράτησα την συγκίνησίν μου, έλαβα την θεία Κοινωνία και όταν ο ιερεύς απέσυρε το χέρι του με την λαβίδα επανήλθε η φωνή μου και αμέσως άρχισα να ψάλλω το «Χριστός Ανέστη» και τα άλλα τροπάρια. Ύστερα ωμίλησαν προς το πλήθος των πιστών και οι τρεις Μητροπολίται. Ο κόσμος όλος άκουσε με προσοχή τα ωραία και διδακτικά κηρύγματα των Σεβασμιοτάτων Αρχιερέων.
Ο Μητροπολίτης Ιάκωβος εν μέσω του Παναγιώτου
και της Αικατερίνης Λύτρα εις την οικίαν τους
Κάποιο βράδυ είχαμε αγρυπνία στον τόπο του μαρτυρίου των Αγίων, επάνω στις Καρυές. Από την εκκλησία που είναι εκεί, είχαμε πάρει τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Αγίου Ραφαήλ και τις είχαμε τοποθετήσει επάνω στον τάφο του Αγίου. Είμεθα εκεί 12 γυναίκες από τα Πάμφυλα και 5 από την Θερμή. Την ώρα που προσευχόμεθα είδαμε μιά μεγάλη λάμψι και ακούσαμε τρεις κτύπους στην εικόνα. Με την βοήθεια του Αγίου όχι μόνον δεν φοβηθήκαμε, αλλά αντιθέτως πολλή χαρά ελάβαμε από το θαύμα αυτό. Αργότερα ο Άγιος μου είπεν: «Εγώ ήμουν, ώ τέκνον μου, που κτύπησα την εικόνα. Το έπραξα για να δυναμώση η πίστις σας στον Χριστό μας».
Άλλοτε βρισκόμουν στο δωμάτιό μου και έκανα την προσευχή μου. Σε μια στιγμή άκουσα κτύπους στην πόρτα μας και αμέσως έπεσα σε έκστασι. Τότε είδα με τα μάτια της ψυχής μου τον Κύριον Ημών Ιησούν Χριστόν να ευλογή το σπίτι μας και αμέσως έλαμψε το δωμάτιον της τραπεζαρίας. Εκεί είδα να γίνεται μία αναπαράστασις του Μυστικού Δείπνου και, παρ’ όλην την αναξιότητά μου, άκουσα την φωνήν του Κυρίου να λέγη: «Σου έστειλα τους Αγίους μου για να σε φωτίσουν και να σου δώσουν χαρά μέσα στην ψυχήν σου. Σου έδειξα τον Μυστικό Δείπνο για να τον προσφέρεις στους πτωχούς. Να πάρης πολλά πτωχά παιδιά και να στρώσης τραπέζι να φάγουν. Αυτό πρέπει πάντοτε να γίνεται, διότι ό,τι προσφέρετε στους πτωχούς, είναι σαν να το προσφέρετε εις Εμέ. Να δίδης στους πάσχοντας και να έχης την ευλογία Μου».
...
13 Οκτωβρίου 1963
Βρισκόμουν στην Αθήνα, διότι νοσηλευόταν σε μια κλινική ο σύζυγός μου. Την 13ην Οκτωβρίου πήγα στην ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον Χολαργό. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας έκαμα παράκλησι για την θεραπεία του Παναγιώτη.
Ακολούθως διηγήθηκα στις αδελφές της Μονής τα σχετικά με τον Άγιο Ραφαήλ. Περί τα μέσα της αφηγήσεώς μου ωραματίσθηκα τον Κύριον με το ακάνθινο στεφάνι να στέκεται στο μέσον του Ναού της Μονής. Εκ δεξιών του στεκόταν ο Άγιος Ραφαήλ, φορώντας επανωκαλύμαυχο και εξ αριστερών ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο Άγιος Ραφαήλ μού είπε: «Ήτο θέλημα Θεού, Αικατερίνη, να έλθης μέσα στην ιερά Μονή, για να εύρουν την γαλήνη. Θα δώσουμε στα τέκνα μας ό,τι ποθεί η καρδιά τους, διότι είναι εύσπλαχνα παιδιά και όλα με αγάπη. Εγώ, Αικατερίνη, την ώρα της λειτουργίας ήμουν κοντά σου. Δεν με αντελήφθης κόρη μου. Δεν με πρόσεξες, παιδί μου. Ήλθα και στην παράκλησι. Στεκόμουν στο πλευρό σου. Για όλα τα τέκνα του Θεού, κόρη μου, προσευχόσουν».
Περί το μεσημέρι της ιδίας ημέρας βρισκόμουν στην οικία του Θεοδώρου Πάτση. Η φωνή του Κυρίου μου είπε: «Αικατερίνη, όπως ο Ιωάννης ήταν αγαπητός μαθητής και υπήκουεν στην διδασκαλίαν μου, έτσι και ο Ραφαήλ είναι αγαπητός μου μαθητής, διότι επέρασε μαρτυρικόν θάνατο από τους βαρβάρους, χωρίς την παραμικρήν αγανάκτησιν. Και γι’ αυτόν τον λόγο σού τους επαρουσίασα μαζί, και για να σου δείξω ακόμη, ότι τα αγαπητά τέκνα του Θεού είναι πάντα πλησίον Μου. Έγινες και συ μαθήτρια. Πρέπει, όπως σκέπτεσαι τώρα, να είσαι πάντοτε. Προχώρει στην διδασκαλίαν, που σε διδάσκει ο Άγιος Ραφαήλ».
24 Οκτωβρίου 1963
Στην οικία του Θεοδώρου Πάτση, όπου έμενα ως φιλοξενούμενη, όλο το διάστημα της νοσηλείας του ανδρός μου, ωραματίσθηκα την μικρή κόρη, την Αγίαν Ειρήνη, η οποία μου είπε: «Θεία Αικατερίνη, ήλθα, από τον θείο Παναγιώτη και τώρα φεύγω στα άρρωστα παιδάκια». Και ενώ η Αγία μού έλεγε αυτά, εγώ βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα μέρος με αραιά σπίτια, με δένδρα και με δρόμους. Τα σπίτια ήσαν θάλαμοι και στα κρεββάτια ήταν ξαπλωμένα άρρωστα παιδάκια. (Από την περιγραφήν που έκαμα μετά ταύτα, με επληροφόρησαν ότι επρόκειτο για το Νοσοκομείο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Βούλας) Εκεί δε, είδα την Αγία Ειρήνη να περνά και να χαϊδεύη ένα ένα τα παιδάκια. Έπειτα γονατισμένη με σταυρωτά τα χέρια Της έκανε προς τον Θεόν την ακόλουθη προσευχή:
«Χριστούλη μου και Πατέρα, χάρισε εις τα θλιμμένα αυτά παιδιά υγεία, για να χαρούν μια μέρα. Υγεία εις τα πόδια και εις τα χέρια δώσε τα, Χριστέ μου.
Χριστούλη σαν φωνάζουμε, ανοίγει η καρδιά μας.
Λυπήσου εύσπλαχνε Χριστέ, χάρισε την υγείαν.
Και συ, ώ! Παναγία μου, Μήτερ Αγνή, σπλαχνίσου.
Μεσίτευσε στον γυιόκα σου να δώση την ευχήν Του.
Σκόρπισε στα παιδάκια αυτά, την πίστη στην ψυχήν τους
με του Θεού την θέλησι να ζήσουν την ζωήν τους.
Είναι αθώα, Κύριε˙ λυπήσου και ευσπλαχνίσου.
Εσύ που ξεύρεις να αγαπάς τα τέκνα σου λυπήσου.
Σαν περιστέρια στέκονται λευκά σαν τη Στολή Σου,
Εσύ τους έδωσες πνοή, Χριστούλη μου λυπήσου.
Όταν θα πάμε στο Γολγοθά, στο λόφο των Καρυών μας
να λειτουργήση ο παπάς για χάρι των παιδιών μας.
Θεία Αικατερίνη, τώρα βρισκόμεθα κοντά στα πονεμένα. Εγώ πολύ σε προστατεύω. Θέλω να σε έχω δίπλα μου, σαν μάνα μου σε νοιώθω. Την όμορφή σου τη ζωή, θεία, να την προσέχης, διότι ήταν θέλημα Θεού να γράφης, να μαθαίνης.
Θεία μου, λυπάται η ψυχή, κλαίει, πονεί, δακρύζει, όταν βρίσκεται μακρυά από τον Θεόν. Προσέξετε χριστιανοί, κυττάξτε την ψυχήν σας να μην την πάρει ο πονηρός».
25 Οκτωβρίου 1963
(Οικία Θ. Πάτση)
Η φωνή του Αγίου μού υπαγορεύει:
«Αγία Ειρήνη, μεσίτευσε εις τον Ιησούν μας τον Χριστόν,
να βρίσκωμε γαλήνη.
Αστέρας είσαι τουρανού και των Καρυών καμάρι,
εκάηκες ολοζώντανη μέσα εις το πιθάρι.
Αγνό μπουμπούκι τριανταφυλλιάς έγινες δοξασμένη
Ειρήνη, κόρη του Προεστού, πολυβασανισμένη,
που στάθηκες σαν ήρωας εμπρός εις τους βαρβάρους,
για την Πατρίδα, τον Χριστό με όλο σου το θάρρος».
31 Οκτωβρίου 1963
Είδα το ακόλουθο όνειρο: Βρέθηκα στην Κλινική, όπου ενοσηλεύετο ο Παναγιώτης. Ήμουν καθισμένη δίπλα στο κρεββάτι του. Επάνω από τον άρρωστο άνδρα μου ήταν σκυμμένος ένας νέος, εξαιρετικά ωραίος, και φορούσε κάτι που έμοιαζε σαν ναυτική μπέρτα, ενώ απέναντί του στεκόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα.
Την επομένην, 1 Νοεμβρίου, ωραματίσθηκα και είδα ότι βρισκόμουν σε ένα πολύ ανοικτό και λαμπερό μέρος, όπου ξαφνικά παρουσιάσθηκαν εμπρός μου δύο νέοι με ασυνήθιστα χαρακτηριστικά. Τον ένα τον ανεγνώρισα. Ήταν ο νέος που είχα δη στο όνειρό μου χθες και ο οποίος μου είπε: «Είμαι ο Κοσμάς και απ’ εδώ ο Δαμιανός». Τότε εγώ κλαίουσα από συγκίνησι άρχισα να ψάλλω το «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί».
Σε λίγο τους βλέπω και πάλιν, αλλ’ αυτή τη φορά να συνοδεύωνται από την Παναγίαν. Τους παρηκολούθησα να επισκέπτωνται διαφόρους ασθενείς, βαστάζοντας κάτι στα χέρια. Τέλος όταν απεμακρύνοντο, ο Άγιος Κοσμάς εγύρισε και μου είπε: «Λέγε πάντοτε το απολυτίκιό μου».
Το βράδυ της ιδίας ημέρας, κατά την ώρα του Αποδείπνου άκουσα μια φωνή να λέγη: «Ο Άγιος Ραφαήλ μεσίτευσε στον Χριστόν για τον Παναγιώτη και ο Κύριος έδωσε την εντολή στους Αγίους Αναργύρους να τον επισκεφθούν και να τον θεραπεύσουν.
Διψά, κόρη, η ψυχή σου για την αγάπην του Θεού; Μάθε ότι η δίψα αυτή της ψυχής δωρίζεται από τον ίδιον τον Θεόν. Γνώριζε πως ήσουν αμαρτωλή, αλλ’ ήταν θέλημα Θεού και συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες σου.
Με τα μάτια του σώματος δεν μπορείς να δης. Της ψυχής όμως τα μάτια γίνονται πολύ λαμπερά και μας βλέπουν, διότι την ψυχήν δεν την κυκλώνει η αμαρτία. Και στην όρασι της ψυχής οφείλονται τα οράματά σου. Με του Θεού την δύναμι πολλά θα αξιωθούν να δουν τα μάτια της ψυχής σου. Εμείς οι Άγιοι δεν γνωρίζουμε πότε θα συμβή ο οραματισμός.
Να διαβάσετε τους “Χαιρετισμούς της Παναγίας”, που ήταν μαζί με τους Αγίους Αναργύρους. Η νύκτα είναι κατάλληλη για προσευχή. Αυτά είναι ανεξιχνίαστα μυστήρια του Θεού. Να ευρίσκεσθε πάντοτε σε διαρκή προσευχή, διότι οι άνθρωποι στη ζωή αμαρτάνουν.
Τα γραπτά αυτά πρέπει να φυλαχθούν σαν ιερά κειμήλια, διότι θα διαβασθούν από γενεά σε γενεά.
Δεν πρέπει να τρομάζης στο όραμά σου. Πρέπει σιγά-σιγά να το συνηθίσης. Λέγοντας το “Π ι σ τ ε ύ ω” δεν υπάρχει τίποτα που να φοβάσαι. Μια ημέρα να διαβάσης το “Π ι σ τ ε ύ ω”, να το εξηγήσης και να προσπαθήσης να νοιώσης με τον δικό σου τρόπο την σημασίαν του.
Όλα θα σου τα διδάξω εγώ με τον ιδικόν μου τρόπον. Στους ιερούς μας τόπους χρόνια πολλά εδίδαξα τον διάκονον Νικόλαον, αλλά δεν επρολάβαμε. Μας επήραν την ζωήν μας. Γι’ αυτό και έβαλα πρόγραμμα εις σε. Νομίζω πως είμαι στην ζωή και δίδω την σπουδήν αυτή. Πρέπει αυτά να τα διαβάζης. Και οι φιλόσοφοι, ώ κόρη μου, και εκείνοι εδιδάχθησαν και έγραψαν τα βιβλία, που διαβάζετε σήμερα».